Όταν αναφερόμαστε σε «χούντα» στο σήμερα. ασφαλώς δεν μιλάμε για μια επανάληψη των συνθηκών της χούντας των συνταγματαρχών, 53 χρόνια πριν. Για την ώρα στο μπλοκ των χωρών της Δύσης οι μηχανισμοί της εξουσίας δεν έχουν ούτε τη δομή ούτε ρεαλιστικό αφήγημα που να επιτρέπει ευθεία, από τα έξω κατάλυση της αστικής δημοκρατίας και κυριαρχία μέσω των όπλων. Όταν λέμε χούντα αναφερόμαστε στους σκοπούς της και αυτοί οι σκοποί είναι πάντα επίκαιροι για κράτος και κεφάλαιο με ή χωρίς τεθωρακισμένα και εμβατήρια.
Ενας από αυτούς τους σκοπούς κάθε χούντας είναι ο έλεγχος της πληροφορίας και η ιδεολογική μονοκρατορία πάνω στην επεξεργασία και την κινητοποιο της επιρροή από και εντός της κοινωνικής βάσης. Δηλαδή, το ξεπέρασμα της αστικοδημοκρατικής υπόσχεσης για «ελευθερία του λόγου» και «αντικειμενική ενημέρωση» και η χωρίς προσχήματα επιβολή τόσο της ανοιχτής λογοκρισίας στις πληροφορίες, όσο και της προσεκτικής ενοποίησής τους σε ένα ολικό αφήγημα επιβεβαιωτικό των συστημικών στρατηγικών που παράλληλα υπηρετεί και τις ανάγκες της κυβερνώσας κομματικής κλίκας.
Αυτό σημαίνει ότι κατά τη βούληση του κράτους ειδήσεις αποκρύπτονται, ειδήσεις διαστρεβλώνονται, ειδήσεις δημιουργούνται εκ του μηδενός. Και αυτό το πλέγμα πουλιέται ως ενιαία ερμηνεία των πάντων που σκοπό έχει να ανοίξει το δρόμο σε ό,τι θέλει η εξουσία και να βοηθήσει βέβαια και όσους την διαχειρίζονται να συνεχίσουν να το κάνουν κερδίζοντας τις επόμενες εκλογές.
Ότι αυτός είναι ένας σταθερός, διαχρονικός στόχος κάθε θεσμισμένης εξουσίας, ανεξαρτήτως πολιτεύματος, είναι δεδομένο, αλλά η απλή περιγραφή καταστάσεων δεν προσφέρει κάτι στην ερμηνεία των συνθηκών. Το ερώτημα είναι πόσο, μέσα στην συγκυριακή ισορροπία του κοινωνικού πολέμου αλλά και στους ενδοεξουσιαστικούς/κομματικούς ανταγωνισμούς, το σύστημα καταφέρνει να επιτύχει πληροφοριακή και ιδεολογική μονοκρατορία. Είναι ένα ερώτημα πρώτα από όλα ποσοτικό.
Τα τελευταία χρόνια, από την εποχή κι όλας των μνημονίων, βλέπουμε μια αργή και σταθερή ομογενοποίηση της καθεστωτικής προπαγάνδας, έναν όλο και πιο προφανή συντονισμό της στο σύνολο των μέσων που διαθέτει. Και σε αυτά τα μέσα περιλαμβάνονται όλα τα «παλιά» μέσα επικοινωνίας όπως η τηλεόραση, ο έντυπος τύπος, το αναλογικό ραδιόφωνο, αλλά και η υψηλής επισκεψιμότητας ειδησεογραφικές ιστοσελίδες. Ο συντονισμός αυτός, για πρώτη φορά σπάει τα δεσμά του παραδοσιακού δικομματισμού που αντανακλάται στην συγκρότηση αντίστοιχων μπλοκ στην 4η εξουσία. Για πρώτη φορά στην μεταπολίτευση είδαμε όλους τους «νταβατζήδες» να λένε ακριβώς το ίδιο θέτοντας σε κίνδυνο την λειτουργία της μηχανής που παράγει κοινωνική ειρήνη, τον δικομματισμό.
Ο «κίνδυνος» από αυτή την ομοφωνία φάνηκε στο δημοψήφισμα του 2015 όταν, έστω και με θεαματικούς όρους, το ενιαίο μπλοκ των M.M.E. γνώρισε μια ηχηρή ήττα και απαξίωση. Παρόλα αυτά η αστική δημοκρατία, έχοντας πολλούς άλλους πυλώνες, φρόντισε να επιστρέψει το χαμένο κύρος στους κήρυκες της. Η εξευτελιστική αποτυχία του αντιμνημονιακού Σύριζα και η, όπως αποδείχθηκε, απάτη του δημοψηφίσματος, επέβαλε, μέσω της συλλογικής ταπείνωσης της βάσης, τον λόγο των ΜΜΕ πλέον ως απόλυτα κυρίαρχο λόγο στην ίδια την βάση. Αυτό οδήγησε στον πρόσκαιρο θρίαμβο νεοφιλελέυθερων και ακροδεξιών αντιλήψεων. Ο δεξιός πόλος του δικομματισμού μαζί με το σύνολο των ΜΜΕ ανέλαβε την διακυβέρνηση το 2019 έχοντας καταγάγει και ιδεολογική πέρα από εκλογική νίκη.
Εδώ ίσως πρέπει να γίνει μια παρένθεση. Οι κυρίαρχες συστημικές επιλογές υπηρετούνταν το ίδιο καλά και την εποχή που ο δικομματισμός εκφράζονταν και από τα καθεστωτικά μέσα. Χωρίς αμφιβολία όμως οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί μαζί με την πάλη καπιταλιστικών συμφερόντων πολλαπλασίαζαν την πολιτική εντροπία και επέτρεπαν ρήγματα. Πόσο παράλογη για την σημερινή mediaκή πραγματικότητα θα φαίνονταν η προ 20ετίας συνθήκη που τα μισά κανάλια και εφημερίδες υπεράσπιζαν για παράδειγμα, το πανεπιστημιακό άσυλο;
Η αξία αυτής της διαπίστωσης είναι τα σημαινόμενά της ως προς την ροπή και τις επιδιώξεις κράτους και κεφαλαίου στο σήμερα κι όχι φυσικά μια νοσταλγία για μια ξεπερασμένη μορφή αστικής δημοκρατίας που η δικομματική διαπάλη δημιουργούσε ρήγματα και αντιφάσεις. Ούτε βέβαια ανόητες εκκλήσεις περί «δημοκρατικότητας», «πλουραλισμού» και «αντικειμενικής ενημέρωσης», νομιμότητας ή συνταγματισμού.
Αντίθετα, τα σημαινόμενα της διαπίστωσης μας οδηγούν στην προτροπή για ολοκληρωτική ρήξη και στοχευμένη πολιτική επίθεση στο σύνολο των M.M.E.. Στα M.M.E.καθαυτά και τους επιμέρους εκφραστές ή απολογητές τους. Σε κάθε επιχειρηματικό μηχανισμό που δουλειά του είναι να παίρνει μια πρωτογενή πληροφορία, να την κάνει ότι θέλει και να την σερβίρει έτσι ώστε να μανιπουλάρει τις προσλήψεις (και άρα τις θελήσεις) μιας μεγάλης κοινωνικής μειοψηφίας εγκλωβισμένης σε αυτούς τους μονόδρομους ροής επικοινωνίας. Μονόδρομους προσβάσιμους μόνο από όσους έχουν στην διάθεσή τους κεφάλαια, μισθωτή εργασία και σοβαρή διαπλοκή με κράτος και αστική τάξη.
Με την πανδημία συνέβησαν δύο πράγματα. Από την μία οι συνθήκες κρίσης πρόσθεσαν κύρος στα M.M.E. ως επίσημους διάμεσους της κοινωνίας το κράτος που παίρνει αποφάσεις για έναν δημόσιο κίνδυνο. Τα αφεντικά των M.M.E. εκμεταλλεύτηκαν αυτόν τον ρόλο και διαπραγματευόμενα με το κράτος προχώρησαν σε μια καταιγιστική προπαγανδιστική εκστρατεία. Από την κατασταλτική επέλαση (που προσωρινά ανακόπηκε μετά τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης), τα εργατικά και φοιτητικά δικαιώματα, την πειθάρχηση μέσω τρομολαγνείας, την συκοφάντηση και τον εξευτελισμό κοινωνικών αγώνων, τον ρατσισμό, την αναθεώρηση όχι απλά της ιστορίας αλλα της ίδιας της ιστορική μνήμης, τα πλυντήρια σε κάθε είδους, νόμιμες και παράνομες κομπίνες και χρηματοδοτήσεις, την επιβλητικά ενιαία αισθητική… Ποσοτικά, είναι αδιαμφισβήτητο, το επίπεδο και η μορφή των M.M.E. στην Ελλάδα προσομοιάζει αυτά των M.M.E. μιας κανονικής στρατιωτικής δικτατορίας κι όχι μιας παλαιού τύπου αστικής δημοκρατίας. Και ποσοτικά πάντα είναι ένα όπλο που σήμερα βάλει ακόμα πιο γρήγορα ενάντια στην τάξη μας από ότι παλαιότερα.
Εμείς επιλέγουμε να συνταχθούμε με το ρεύμα που μποϋκοτάρει τα M.M.E.. Ο στόχος δεν μπορεί να είναι άλλος από την ανάδειξη του ρόλου, της ιδιοτέλειας και της αναξιοπιστίας τους, η απώλεια κύρους και επιδραστικότητας τους.
Τα μέσα για αυτή την επίθεση ξεκινούν από την άμεση, πρόσωπο με πρόσωπο επαφή. Στην συζήτηση, στους τοίχους της πόλης, σε χαρτί ή σε πανό.
Και ακολουθούν όποια άλλα μέσα εκτιμά το κάθε κομμάτι του κινήματος ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει. Για την Α.Ο. το ιντερνέτ είναι ένα προνομιακός όσο και ναρκοθετημένος δίαυλος που επιλέγουμε να βάλουμε δυνάμεις. Σε κάθε περίπτωση όμως η άποψή μας είναι πως μια διευρυμένη και αποκεντρωμένη καμπάνια ενάντια στα M.M.E. είναι το άνοιγμα ενός αναγκαίου μετώπου αγώνα σε συνθήκες κρίσης που μεταλλάσσονται και οξύνονται. Ας είναι όσο χουντικά θέλουν τα κανάλια, οι μεγαλοδημοσιογράφοι, οι όμιλοι, οι αναρτήσεις πρώτης σελίδας στο google search. Αν αυτοί που τους δίνουν σημασία, ένα μέρος της βάσης δηλαδή με τεχνολογική και πολιτισμική ασυμβατότητα, ένα μέρος κλεισμένο μέσα, υποκείμενο στο φόβο κάθε είδους, εμπεδώσει την αμφιβολία, αναζητήσει επιβεβαίωση, αντιληφθεί το πλέγμα των σκοπών και των συμφερόντων πίσω από την «ενημέρωσή» της δεν θα απονομιμοποιηθούν μόνο τα ΜΜΕ, θα αφαιρεθεί και ένας παραμορφωτικός φακός της πραγματικότητας αλλά και ένα βελτιωτικό φίλτρο της εικόνας του συστήματος.
ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΟΥΜΕ ΤΟ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΜΠΟΥΚΟΤΑΖ ΤΩΝ M.M.E.