Α’ τακτικό συνέδριο της Αναρχικής Ομοσπονδίας

Α’ τακτικό συνέδριο της Αναρχικής Ομοσπονδίας

Στις 19 & 20 Μαϊου 2018 θα πραγματοποιηθεί στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός στην Αθήνα το 1ο τακτικό συνέδριο της Αναρχικής Ομοσπονδίας.

Προτού περάσουμε στις λεπτομέρειες του συνεδρίου και τις θεματικές του, θα κάνουμε μια σύντομη αναφορά στην πολιτική φυσιογνωμία της Αναρχικής Ομοσπονδίας.

Η Αναρχική Ομοσπονδία είναι μια οριζόντια οργάνωση αναρχικών συλλογικοτήτων που διαρθρώνεται φεντεραλιστικά. Ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2015 ως αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας συζητήσεων και ζυμώσεων μεταξύ αναρχικών συλλογικοτήτων που είχε ξεκινήσει τον Μάρτιο του 2013. Επιλέγουμε να λειτουργούμε με ένα μη  συγκεντρωτικό μοντέλο που προσφέρει στις συλλογικότητές της Α.Ο. μια ουσιαστική αυτονομία δράσης και λόγου˙ μία αυτονομία που χτίζει την Ομοσπονδία από κάτω προς τα πάνω. Με τον τρόπο αυτό, αποδεσμεύει την ίδια και τα κύτταρά της από το ανασταλτικό –προς τη δράση- στοιχείο της «σφραγίδας» σε κάθε μεμονωμένη κίνηση και πρωτοβουλία. Η Ομοσπονδία λειτουργεί κατά κύριο λόγο ως φορέας συντονισμού, ζύμωσης και στρατηγικού σχεδιασμού. Επιθυμώντας διακαώς τη μεγέθυνσή της με την είσοδο υπαρχόντων συλλογικοτήτων ή τη στοχευμένη δημιουργία νέων, η Α.Ο αποτελεί μια οργανωμένη στρατηγική κοινότητα που βασίζεται στον πλούτο που παράγουν τα κύτταρά της, που απαιτεί την χωρίς αστερίσκους αλληλοαποδοχή αυτών των κυττάρων και την συντροφικότητα μεταξύ των μελών αυτών, που επιθυμεί την εσωτερική κριτική και ζύμωση και την διαρκή διεύρυνση της κοινότητάς της.

Μέχρι στιγμής αποτελείται από τις εξής συλλογικότητες:

Αθήνα:

• Αναρχική συλλογικότητα Ν. Φιλαδέλφειας

• Αναρχική συλλογικότητα Ρουβίκωνας

• Ελευθεριακή συλλογικότητα Κενός Κύκλος

Ηράκλειο:

• Αναρχική συλλογικότητα Οκτάνα

Θεσσαλονίκη:

• Ελευθεριακή Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης

Λαμία:

• Συνέλευση αναρχικών-αντιεξουσιαστών/ριών Λαμίας

Είμαστε αναρχικοί, μέρος του ευρύτερου κοινωνικού, ταξικού και επαναστατικού κινήματος, των εκμεταλλευομένων και των καταπιεζόμενων και αγωνιζόμαστε για την κοινωνική και ατομική απελευθέρωση μέσω της κοινωνικής επανάστασης. Αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα ενός άλλου μοντέλου οργάνωσης των αναρχικών, λαμβάνοντας ως δεδομένα τα μέχρι τώρα οργανωτικά ελλείμματα και προβληματικές. Σκοπός αυτής της οργανωτικής μας προσπάθειας είναι η δημιουργία μιας δομής που θα ενισχύσει και θα δυναμώσει τον αγώνα για την κοινωνική αυτοδιεύθυνση με βάση κοινά συμφωνημένους πολιτικούς και στρατηγικούς στόχους.

Θεωρούμε πως προϋπόθεση για την κοινωνική επανάσταση συνιστά η ανάπτυξη, η μαζικοποίηση και η οργάνωση τόσο των ευρύτερων συλλογικών και οριζόντιων κοινωνικών και ταξικών αγώνων των εκμεταλλευόμενων όσο και του αναρχικού κινήματος. Συνεπώς, βασική μας στόχευση είναι η προώθηση και η μέγιστη διάχυση και επιρροή των επαναστατικών, αντιεξουσιαστικών και ελευθεριακών ιδεών, πρακτικών και αξιών μέσα σε αυτούς τους αγώνες. Επιζητούμε η Α.Ο. να παίξει καταλυτικό και προωθητικό, όχι όμως ηγεμονικό, ρόλο στη γέννηση και την ανάπτυξη αυτών των αγώνων. Τα μέσα που χρησιμοποιούμε προκειμένου να επιτύχουμε τους σκοπούς βρίσκονται σε αδιαχώριστη συμφωνία με αυτούς.

Τον Ιανουάριο του 2018, κρίνοντας πως είχε έρθει, κατά την άποψή μας, ο χρόνος για κάτι τέτοιο, η Αναρχική Ομοσπονδία δημοσίευσε τη δημόσια παρουσίαση της αποτίμησης της δημιουργίας και της λειτουργίας της . Ο λόγος που πρότασσε κάτι τέτοιο ήταν διπλός. Αφενός, αποτελούσε αναγκαιότητα με βάση το πολιτικό ήθος και την  ελευθεριακή κουλτούρα που ως αναρχικοί προσπαθούμε να έχουμε. Αφετέρου, η οικειοποίηση, τόσο από εμάς όσο και από το υπόλοιπο κίνημα, της εμπειρίας που επίπονα κατακτήθηκε από τη μέχρι τώρα πορεία του οργανωτικού εγχειρήματος αποτελεί ουσιώδη ανάγκη. Οφείλαμε λοιπόν, μετά από χρόνια διαδικασιών, να ορίσουμε επιτυχίες και αποτυχίες, διαψεύσεις και νίκες, αναπόφευκτα όσο και απερίσκεπτα λάθη. Αυτό το κείμενο αποτίμησης  σηματοδοτούσε για εμάς την ολοκλήρωση αυτού που στο ιδρυτικό μας συνέδριο το 2015 ορίσαμε ως «πειραματική περίοδο» της Αναρχικής Ομοσπονδίας, μιας περιόδου, δηλαδή, που de facto κάθε μας κίνηση, κάθε μας δομή, κάθε μας πρωτοβουλία θα ήταν πειραματική, ακριβώς επειδή καμία και κανένας μας δε το είχε ξανακάνει, καμία και κανένας μας δεν είχε μία έτοιμη συνταγή. Με το κείμενο αυτό, λοιπόν, ανακοινώσαμε τα αποτελέσματα αυτού του «πειράματος» και με βάση τη νέα πραγματικότητα προχωράμε τώρα στο 1ο τακτικό συνέδριο της Α.Ο. που θα  καθορίσει την οριστική της φυσιογνωμία.

Το κείμενο του απολογισμού βρίσκεται εδώ: http://anarchist-federation.gr/archives/1660

Το διήμερο 19 & 20 ΜαΪου 2018, λοιπόν, θα διεξαχθεί το 1ο τακτικό συνέδριο της Αναρχικής Ομοσπονδίας. Σε αυτό θα ολοκληρωθούν και θα επικυρωθούν οι αλλαγές στο καταστατικό που αφορούν τη δομή, την εσωτερική λειτουργία καθώς και τις θέσεις που θα συμπληρωθούν με τα συνθετικά κείμενα για τις προς συζήτηση θεματικές του  προσυνεδριακού διαλόγου. Οι θεματικές αυτές είναι: ταξικό ζήτημα, έμφυλο ζήτημα, ιμπεριαλισμός, το ζήτημα των ουσιών. Ο προσυνεδριακός διάλογος βρίσκεται σε εξέλιξη. Εδώ να διευκρινίσουμε ότι δεν υπάρχει ένα ενιαίο μοντέλο
διαλόγου για όλες τις θεματικές, ούτε η κάθε ομάδα δεσμεύεται να ακολουθήσει κάποιον συγκεκριμένο τρόπο έκφρασης της θέσης της. Έτσι για κάποιες θεματικές η τελική θέση της Ομοσπονδίας είναι αποτέλεσμα διαλόγου που έγινε επί ολοκληρωμένων εισηγήσεων, γραπτών τοποθετήσεων σε μορφή bullets ή και προφορικών τοποθετήσεων στις δια ζώσεις πανελλαδικές συναντήσεις της Α.Ο. Κατά συνέπεια δεν είναι τεχνικά δυνατό να δημοσιοποιηθεί όλος ο προσυνεδριακός διάλογος. Αυτό που είναι εφικτό να κατατεθεί δημόσια είναι τα ολοκληρωμένα κείμενα  συλλογικοτήτων για κάποιες από τις θεματικές. Για το ζήτημα της δομής δεν υπήρξαν γραπτές τοποθετήσεις, καθώς οι προτάσεις για αλλαγή του τρόπου λειτουργίας γίνονταν στις διά ζώσης διαδικασίες της Α.Ο. βάσει των ελλείψεων που όλοι/ες αντιμετωπίζαμε και για τις οποίες αναζητούσαμε τρόπους βελτίωσης από κοινού.

Στο ίδιο πλαίσιο έχουν πραγματοποιηθεί εκδηλώσεις με ευθύνη συλλογικοτήτων της Α.Ο. με σκοπό τον δημόσιο διάλογο για τις υπό συζήτηση θέσεις, στην Αθήνα, τη Θήβα, τη Λαμία και το Ηράκλειο.

Ακολουθεί η ατζέντα του διημέρου:

1η Ημέρα:

Παρούσες στο διάλογο της πρώτης ημέρας θα είναι οι συλλογικότητες της Αναρχικής Ομοσπονδίας, καθώς και συγκεκριμένες καλεσμένες συλλογικότητες και άτομα. Για εμάς η αυτοκριτική και κριτική, ο εμπλουτισμός της πολιτικής μας φαρέτρας με αιχμές που ίσως να μην είχαμε καν σκεφτεί, η ανατροφοδότηση από άλλους συντρόφους και συντρόφισσες με τους/ις οποίους/ες έχουμε βρεθεί μαζί στο δρόμο είναι ουσιώδους σημασίας τόσο σε επίπεδο τακτικών, όσο και σε επίπεδο θέσεων.
Την πρώτη μέρα, λοιπόν, θα γίνουν οι τελικές τροποποιήσεις στα συνθετικά κείμενα για τις θεματικές και θα  επικυρωθούν οι αλλαγές και οι προσθήκες. Οι συλλογικότητες θα τοποθετηθούν για κάθε μία από τις θεματικές της πρώτης ημέρας. Οι καλεσμένες συλλογικότητες και άτομα θα μπορούν να τοποθετηθούν για κάθε θεματική χωριστά και η άποψη τους θα λαμβάνεται υπόψη συμβουλευτικά στην σύνθεση της τελικής θέσης της Ομοσπονδίας, η οποία θα καταγραφεί στο καταστατικό της.


Οι θεματικές είναι:


Α. ΔΟΜΗ

Αλλαγές στη δομή και την λειτουργία της ΑΟ

Β. ΘΕΣΕΙΣ

Β1. Θέση για το ταξικό ζήτημα,

Β2. Θέση για το έμφυλο ζήτημα,

Β3. Θέση για τον ιμπεριαλισμό,

Β4. Θέση για το ζήτημα των ουσιών




2η Ημέρα:

α.  Παρουσίαση του νέου πολιτικού/ενημερωτικού portal μελών και όχι μόνο της Αναρχικής Ομοσπονδίας.

β.  Ανοιχτή δημόσια συζήτηση επί της  θεματικής «Η σημερινή συγκυρία στην περίοδο κάμψης των κοινωνικών  αγώνων επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η πολιτική ανασυγκρότηση και η απάντηση του αναρχικού κινήματος».

Η θεματική είναι σκόπιμα ευρεία. Πιθανές αλλά όχι αποκλειστικές ή απαραίτητες αιχμές της, όπως έχουν αναδειχθεί από τις ίδιες της συλλογικότητες της Α.Ο., μπορούν να είναι:

– Η νέα συγκυρία όπως διαμορφώνεται μετά το 4ο μνημόνιο.

– Οι τακτικές του κινήματος σχετικά με τα νέα μέτρα, τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, την κατάργηση της κυριακάτικης αργίας, τους τοπικούς-κοινοτικούς αγώνες (π.χ. Σκουριές), τα σωματεία βάσης, τα φοιτητικά συνδικαλιστικά σχήματα, τις δομές ταξικής αυτοάμυνας.

– Ο οργανωτικός δυϊσμός. Η ανάγκη για την ταυτόχρονη οργάνωση των αναρχικών σε πολιτικές συλλογικότητες και ταξικά σχήματα. Η διάκριση των δύο αυτών οργανωτικών μορφών. Τι έχει να προσφέρει η ομοσπονδιακή οργάνωση των αναρχικών και γιατί κρίνεται ως επιτακτική.

– Η άνοδος του εθνικισμού στα Βαλκάνια και η αναρχική απάντηση.

– Το μακεδονικό ζήτημα.

– Ο κοινωνικός εκφασισμός στην Ελλάδα.

– Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη.

– Το μεταναστευτικό ζήτημα.

– Η αναρχική στάση σε περίπτωση πολέμου τοπικών ή πιο διευρυμένων διαστάσεων

κ.α.


Η 2η ημέρα του συνεδρίου είναι ανοιχτή σε όποιον και όποια επιθυμεί να παρευρεθεί, συλλογικά ή ατομικά. Πρόκειται για μία δημόσια συζήτηση κατά την οποία όλοι και όλες θα μπορούν να τοποθετηθούν, ενώ οι συλλογικότητες της  Αναρχικής Ομοσπονδίας θα κάνουν τις δικές τους τοποθετήσεις, χωρίς κάποια κοινή εισήγηση της ομοσπονδίας.

Ο στόχος αυτής της κουβέντας, και μάλιστα αφιερώνοντας σε αυτή τη 2η μέρα του συνεδρίου μας είναι ο επίκαιρος εμπλουτισμός του διαρκούς συλλογικού στοχασμού μας, όσο και του κινήματος, πάνω στη χάραξη μιας ικανής επαναστατικής στρατηγικής στη συγκυρία. Η Αναρχική Ομοσπονδία θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει τη συζήτηση που θα γίνει και τα πολιτικά σκεπτικά που θα τεθούν σε αυτή ως αφετηρία, ως πρώτη ύλη και κινητήριο δύναμη για τον καθορισμό των πολιτικών της προτεραιοτήτων στην μετά το συνέδριο πολιτική της ατζέντα και κινηματική της  παρουσία.

Στόχος είναι επίσης η γνωριμία και η ζύμωση με συλλογικότητες και μεμονωμένα άτομα που θα επιλέξουν να τοποθετηθούν, ελπίζοντας ότι κάθε διαδικασία διαλόγου, ανεξαρτήτως ευρύτερων πολιτικών συμφωνιών και διαφωνιών, μας φέρνει πιο κοντά σε δημιουργία ενός υποβάθρου συνδιαμόρφωσης, συμπόρευσης και αλληλοσεβασμού.

Αναρχική Ομοσπονδία

https://anarchist-federation.gr
[email protected]
twitter: twitter.com/anarchistfedGr
fb: facebook.com/anarxikiomospondia2015/
youtube: Αναρχική Ομοσπονδία

Α΄ Τακτικό συνέδριο, προσυνεδριακός διάλογος | Θεματική: Ιμπεριαλισμός | Συλλογικότητα: Ρουβίκωνας

ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ

Για το λεξιλόγιο και την πολιτική καταγωγή των εννοιών

Στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού, και δεν είναι το μόνο (με πιο χαρακτηριστικό άλλο παράδειγμα την ορολογία σε σχέση με την ταξική πάλη) , το ιστορικά κατατεθιμένο λεξιλόγιο προέρχεται από την μαρξιστική/λενινιστική σχολή πολιτικής σκέψης. Ο αναρχικός λόγος ελάχιστα έχει ασχοληθεί πρωτογενώς με αυτή την θεματική κι αυτό συνήθως στα πλαίσια της κριτικής του στις Μ/Λ απόψεις. Θα ήταν ανόητο να επιχειρήσουμε να εφεύρουμε νέα ορολογία ακόμα και αν υπήρχαν τα απαραίτητα θεωρητικά εφόδια για ένα τέτοιο έργο. Σκοπός του λόγου μας είναι να γίνεται κατανοητός στο πολιτικό πεδίο, να αντιπαλεύει και να πείθει όχι να προβάλουμε κάποια  αναρχική ιδιαιτερότητα στην φόρμα. Η Μ/Λ ορολογία για το ζήτημα του ιμπεριαλισμού, παρά το ότι ενσωματώνεται σε πολλά αντικρουόμενα ρεύματα που συχνά «πειράζουν» τους ορισμούς για να διευκολύνουν τα συμπεράσματά τους, είναι ο κοινός κώδικας στον κόσμο του αγώνα. Δεν αγνοούμε από την άλλη ότι ο «ιμπεριαλισμός» δεν είναι για τον Μαρξισμό ένα μεμονωμένο φαινόμενο προς κριτική αλλά εντάσσεται οργανικά στις συνολικές του αναλύσεις και προτάγματα. Αυτό για εμάς ως αναρχικούς σημαίνει ότι η χρήση των όρων γίνεται επιφανειακά, στο επίπεδο του «να καταλαβαινόμαστε» και κάθε αναζήτηση πολιτικής συνέχειας των λέξεων που χρησιμοποιούμε με Μ/Λ συστηματοποιήσεις είναι, είτε γίνεται καλοπροαίρετα είτε όχι, ματαιοπονία.

 

Γιατί οι αναρχικοί έχουν «πρόβλημα» με το ζήτημα του ιμπεριαλισμού/αντιιμπεριλισμού.

Απο το 1936 και μετά, και έως ότου να εμφανιστούν δυνάμεις όπως οι Ζαπατίστας ή το Κουρδικό κίνημα κανένας αγώνας επηρεασμένος από τις ελευθεριακές ιδέες δεν κατάφερε να είναι τόσο ισχυρός ώστε να πρέπει να αντιμετωπίσει τον διεθνή παράγοντα. Αντίθετα, οι Μαρξιστικές σχολές είχαν να υπερασπιστούν επαναστάσεις που δέχονταν εξωτερική επίθεση, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα σε όλο τον πλανήτη, ισχυρά σοσιαλιστικά κράτη όπως η Κίνα,  ακόμα και την υπερδύναμη της ΕΣΣΔ. Είναι πολύ λογικό η θεματική αυτή να αποτελέσει προτεραιότητα για τις Μ/Λ σχολές ενώ για τους αναρχικούς το ενδιαφέρον ήταν μάλλον ακαδημαϊκό.

Αλλά το βασικό πρόβλημα με τον ιμπεριαλισμό/αντιιμπεριαλισμό έγκειται στην άμεση σύνδεσή του με το εθνικό ζήτημα. Αυτό αποτελεί ταυτόχρονα και μια «σκληρή» ιδεολογική επιλογή για όλα τα ρεύματα που προκαταβάλει την όποια ανάλυση όσο  και μια «τρύπα» στο αναλυτικό οπλοστάσιο των ρευμάτων που παρατάσσονται πίσω από πατριωτικούς ή διεθνιστικούς αφορισμούς.

Για τον αναρχισμό το εθνικό ζήτημα συνήθως εγκλωβίζεται στις «αξιακές» διεθνιστικές σταθερές του (το ίδιο συμβαίνει και για κάποια Τροτσκιστικά ή αυτόνομα ρεύματα) και κάθε θεματική που το αφορά περνάει από αυτό το φίλτρο. Για τον εφαρμοσμένο Λενινισμό αντίστροφα, υποτάσσεται στην τακτική αναγκαιότητα είτε για την υπεράσπιση φίλιων χωρών και κινημάτων είτε για το καλόπιασμα κοινωνικών δυνάμεων μέσα σε μία χώρα στα πλαίσια της αστικής η επαναστατικής διεκδίκησης της εξουσίας.

Από την μεριά μας εξετάζουμε τον ιμπεριαλισμό χωρίς κόκκινους διακόπτες όταν ακουμπάμε το «εθνικό ζήτημα» ούτε αντίστροφα βάζουμε μπροστά τακτικές ανάγκες για να γίνουμε συμπαθείς σε συντηρητικά κοινά. Και βέβαια, και να θέλαμε, δεν έχει μείνει σχεδόν κανένα σοσιαλιστικό κράτος να υπερασπιστούμε, κατέρρευσαν και πήραν μαζί τους χιλιάδες τόμους βιβλίων με Μ/Λ αντιιμπεριαλιστικές πομφόλυγες. Αναγνωρίζουμε πάντως ότι η απουσία σοβαρής ανάλυσης από μέρους μας για το εθνικό ζήτημα αδυνατίζει την ανάλυση για τον ιμπεριαλισμό, και οφείλει αυτό το θέμα να είναι πρώτο στις θεματικές του επόμενου συνεδρίου της Α.Ο.

 

Τι είναι ιμπεριαλισμός και γιατί πρέπει να μας απασχολεί.

Ιμπεριαλισμός είναι η εφαρμοσμένη κοινή στρατηγική, το σύμπλεγμα δύναμης  που διαμορφώνεται  μεταξύ της κρατικής ελίτ ενός έθνους κράτους και της αστικής του τάξης στην προοπτική της διεύρυνσης του πεδίου εξουσίας, επιρροής και κερδών έξω από τα σύνορα. Ο επεκτατισμός είναι στο DNA κάθε κράτους και γίνεται υλική δύναμη υπό τον όρο ότι το κράτος έχει κάπου να επεκταθεί. Το σύνολο των κρατικών επεκτατισμών νοηματοδοτεί, σε μια ιστορία χιλιετιών, την έννοια της γεωπολιτικής. Αντίστοιχα το κεφάλαιο, στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού, αναζητά πάντοτε νέες αγορές. Από μόνα τους αυτά τα δύο δεν συνιστούν ιμπεριαλισμό παρά μόνο μέσα στην ενότητά τους. Με δεδομένο πως σήμερα ελάχιστα κράτη έχουν απομείνει που να μην είναι καπιταλιστικά η ιμπεριαλιστική δυναμική βρίσκεται παντού, σε κάθε κράτος/κεφάλαιο ανεξάρτητα αν κατορθώνει αυτό να την υλοποιήσει σε όποιον βαθμό. Έξω από λογικές σταδίων του καπιταλισμού, και δη τελικού σταδίου, λογικές που αν μη τι άλλο αρκεί η παρατήρηση του κόσμου που ζούμε για να τις χαρακτηρίσει ηττημένες, το ιμπεριαλιστικό φαινόμενο και η πολυπλοκότητά του, που διαδέχθηκε την «απλότητα» της αποικιοκρατίας, είναι προϊόν ενός ώριμου και εμπεδωμένου καπιταλισμού σε συσχέτιση  με ένα ώριμο και ισχυρό κράτος, αστικό ή μη.

Το γιατί πρέπει να μας απασχολεί είναι απλό: χωρίς κατανόηση του φαινομένου δεν είναι δυνατή η ανάγνωση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και ισορροπιών. Χωρίς αυτή την ανάγνωση είναι αδύνατη η ερμηνεία του διεθνούς αλλά και του εθνικού περιβάλλοντος κάθε ανατρεπτικού αγώνα και άρα η χάραξη συνεπούς επαναστατικής στρατηγικής.

 

Παγκοσμιοποίηση και πολυπολικός κόσμος

Η περίοδο του ψυχρού πολέμου ανέδειξε δύο ανταγωνιστικούς πόλους και τα στρατόπεδα τους.  Από την μία ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ που ηγεμόνευσε επί των ιμπεριαλισμών των άλλων χωρών του Δυτικού κόσμου μετά τον Β’ ΠΠ και από την άλλη ο επεκτατισμός της ΕΣΣΔ και το σύστημα δορυφόρων της. Κάθε κράτος θα έπρεπε να αποκτήσει γεωπολιτικές συντεταγμένες με βάση αυτούς τους δύο πόλους, οι οικονομικοί και επεκτατικοί ανταγωνισμοί εγκλωβίζονταν θέλοντας και μή στο δίπολο.

Η πτώση του Α. Μπλοκ άφησε για κάποια χρόνια τη μονοκρατορία σε έναν πόλο. Σε αυτές τις συνθήκες οι ΗΠΑ και οι ισχυρότεροι ιμπεριαλισμοί της Δύσης προώθησαν την ατζέντα της παγκοσμιοποίησης. Με μια σειρά αλλαγών του κανονιστικού πλαισίου του διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού κάθε εμπόδιο στην κίνηση του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων επιχειρήθηκε να αφαιρεθεί. Μια λογική υπερεθνικών μηχανισμών διαιτησίας για ζητήματα οικονομίας αλλά και εθνικών πολιτικών φάνηκε να κυριαρχεί. Οι εθνικές κρατικές ελίτ άρχισαν να βλέπουν το πεδίο εξουσίας τους να συρρικνώνεται και τα εθνικά  ενδοεξουσιαστικά πεδία σύγκρουσης να μεταφέρονται σε διεθνείς οργανισμούς. Ξεκίνησε  να σχηματίζεται μια πραγματικότητα που άλλαζε άρδην το τοπίο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών υποσχόμενη την κατάργησή τους σε συνθήκες αποδυνάμωσης του κράτους και παντοκρατορίας του κεφαλαίου. Η εξέλιξη αυτή δεν επικράτησε.

Νέες δυνάμεις αναδείχθηκαν στο παγκόσμιο σκηνικό που απαίτησαν το δικό τους μερίδιο γεωπολιτικής ισχύος και οικονομικής επέκτασης. Η οικονομική κρίση κατέστρεψε τα αφηγήματα περί αέναης ανάπτυξης και την παγκόσμια καταναλωτική ευδαιμονία που για χρόνια λειτούργησε ως  εργαλείο για την πλατιά κοινωνική συναίνεση  στη  νέας τάξη πραγμάτων. Το μόνο που φαίνεται να μένει από την εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι η τεράστια ταξική επίθεση στα κοινωνικά και εργατικά δικαιώματα καθώς και η ελεύθερη μετακίνηση κεφαλαίων με την τελευταία να είναι κι αυτή υπό απειλή καθώς οι ιμπεριαλισμοί, παλιοί και νέοι, στρέφονται ξανά στον προστατευτισμό.

Το σημερινό τοπίο είναι αυτό του πολυπολικού κόσμου. Με τις ΗΠΑ να είναι ο ισχυρότερος ιμπεριαλισμός, και τις Ρωσία και Κίνα να είναι ήδη σοβαροί ανταγωνιστές, ενώ γύρω από τις 3 υπερδυνάμεις, και σε αναλογία με την ισχύ τους,  συντάσσεται  πληθώρα περιφερειακών υπερδυνάμεων, που σε αντίθεση με τα όσα ζήσαμε στον μεταπολεμικό κόσμο, διατηρούν  ένα μεγάλο ποσοστό αυτονομίας συγκροτώντας μια περίπλοκη όσο και ασταθή ιμπεριαλιστική ιεραρχία.

 

Η ιμπεριαλιστική ιεραρχία.

Στις σημερινές συνθήκες διακρίνονται 4 κατηγορίες κρατών/κεφαλαίων ανάλογα με την πραγματική γεωπολιτική ισχύ του κράτους και την ιδιαίτερη φύση του καπιταλισμού τους. Εδώ να πούμε ότι δεν υπάρχει κάποιο σταθερό μοντέλο: κάθε δύναμη διαθέτει το δικό της μείγμα πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων, όπως διαθέτει η όχι –και αυτό είναι το πιο κρίσιμο- την ικανότητα να συνδυάζει τα πλεονεκτήματα σε μια ικανή στρατηγική επέκτασης/ανάπτυξης. Άλλες δυνάμεις έχουν ισχυρή στρατιωτική μηχανή, άλλες έχουν ένα εξωστρεφές και δυναμικό κεφάλαιο, άλλες διαθέτουν πολιτισμική επιρροή ή συμβολικό θρησκευτικό κεφάλαιο, άλλες βασίζονται στους πόρους τους, άλλες στο αποικιοκρατικό παρελθόν, τα λόμπυ ή τον έλεγχο διεθνών οργανισμών.

Στην πρώτη κατηγορία βρίσκονται οι τρεις σημερινές υπερδυνάμεις οι κυρίαρχοι ιμπεριαλισμοί με κορυφαίο (αλλά σε πτώση) αυτό των ΗΠΑ, που ήδη χωρίζουν τον πλανήτη σε σφαίρες επιρροής και αγωνίζονται να ελέγξουν τα σημεία πλουτοπαραγωγικών πηγών και οδών μεταφοράς αγαθών καθώς και τους διεθνείς κανονιστικούς οργανισμούς.

Στη δεύτερη κατηγορία είναι οι περιφερειακοί ιμπεριαλισμοί. Ένας γαλαξίας κρατών/κεφαλαίων σε όλες τις ηπείρους, εντελώς διαφορετικών αναμεταξύ τους που λειτουργούν ως περιφερειακοί χωροφύλακες  αλλά με υψηλή διαπραγματευτική δύναμη απέναντι στις υπερδυνάμεις. Η Βραζιλία, η Νότιος Αφρική, η Ινδία, η Σ. Αραβία, το Ισραήλ, η Τουρκία,  Ιράν, τα ισχυρά κράτη της Ε.Ε. Οι φιλοδοξίες και η επιρροή τους εκτείνονται πολύ πέρα από τα εθνικά τους σύνορα και τους άμεσους γείτονές τους, και σήμερα αποτελούν τον πιο απρόβλεπτο παράγοντα παγκόσμιας αστάθειας.

Η τρίτη κατηγορία αφορά την πλειοψηφία των κρατών. Αυτά που διατηρούν σε μεγάλο βαθμό την εσωτερική τους κυριαρχία, γνωρίζοντας την θέση τους ως κομπάρσοι των υπερδυνάμεων και των περιφερειακών ιμπεριαλισμών. Η δύναμή τους το πολύ να εκτείνεται σε γειτονικά κράτη της δικής τους ή της κατώτατης κατηγορίας ενώ το βασικό τους εργαλείο επιβίωσης είναι το πλασάρισμα σε διεθνείς συμμαχίες ελπίζοντας στο τέλος των κρίσεων να είναι με τη μεριά των νικητών

Η τελευταία κατηγορία είναι τα κράτη παρίες. Χωρίς λειτουργικό κράτος, χωρίς μια δομημένη αστική τάξη συχνά είναι οι τόποι που μάχονται οι ιμπεριαλισμοί ή εκεί που συντηρείται ακόμα το παραδοσιακό μοντέλο ιμπεριαλιστικής εξάρτησης από υπερδυνάμεις.

 

Η Ελλάδα είναι ιμπεριαλιστική χώρα;

Τον καιρό της παγκοσμιοποίσης το Ελληνικό κράτος/κεφάλαιο, εκμεταλλευόμενο τις εξαιρετικά ευνοϊκές γιαυτό συνθήκες κατόρθωσε για ένα διάστημα να γίνει μια περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη στη Βαλκανική. Έχοντας στα σύνορά του μια σειρά διαλυμένες χώρες και όντας, στα πλαίσια της ιστορικά πανούργας ελληνικής διπλωματίας, άριστα πλασαρισμένο σε διεθνείς συμμαχίες όπως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ ανέλαβε το ρόλο πύλης για την Δύση αλλά και χωροφύλακα στο ελντοράντο της λεηλασίας των πρώην σοσιαλιστικών δημοκρατιών. Το κομμάτι της εθνικής αστικής τάξης που συνδέεται αμφίδρομα με το κράτος (σε αυτό για παράδειγμα ΔΕΝ ανήκει το πανίσχυρο ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο που συνδέει την τύχη του με άλλους ιμπεριαλισμούς) ήταν επαρκώς κομπραδόρικο για να μπορέσει να θριαμβεύσει στο χαοτικό βαλκανικό πεδίο. Ο τραπεζικός κλάδος, οι κατασκευές, οι επικοινωνίες ήταν από τους κυρίως  τομείς που Έλληνες καπιταλιστές πέτυχαν να διεισδύσουν σε μεγάλη κλίμακα στις Βαλκανικές αγορές. Ακόμα και σε πολιτισμικό επίπεδο η Ελληνική διείσδυση ήταν σημαντική, δεν θα πρέπει να υποτιμάται ο ρόλος της Ελλάδας ως τόπος υποδοχής εκατομμυρίων Βαλκάνιων οικονομικών προσφύγων, ενώ υπήρξε και στρατιωτική παρουσία όπως είδαμε στην εξέγερση στην Αλβανία.

Το Ελλ. Κράτος/κεφάλαιο δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν αυτή την θέση. Μετά το πέρας του Γιουγκοσλαβικού πολέμου η Βαλκανική πίτα μοιράστηκε σε μεγαλύτερους παίκτες, ενώ η επαναφορά της Ρωσίας μετέτρεψε τα βαλκάνια σε κέντρο ανταγωνισμού υπερδυνάμεων που υπερέβαινε κατά πολύ τα ελληνικά «κυβικά». Από την άλλη η κομπραδόρικη φύση του Ελλ. Κεφαλαίου το έκανε να αναζητά το βραχυπρόθεσμο κέρδος με πρακτικές και σε τομείς που εύκολα μπορούσαν να το οδηγήσουν στην απόσυρση συνήθως μέσω εξαγορών και πωλήσεων στο χρηματιστήριο. Η οικονομική κρίση που ξέσπασε έβαλε ταφόπλακα στις Ελληνικές ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες. Μεγάλοι όμιλοι που δραστηριοποιούνταν διεθνώς, αντιμετώπισαν πρόβλημα και στην ίδια την Ελλάδα. Χωρίς δυνατότητες δανεισμού αλλά και με το κράτος να ξεπουλάει τμήματα της δημόσιας επιχειρηματικότητας που λειτουργούσαν ως εργαλείο “αθέμιτης” ενίσχυσης του Ελληνικού κεφαλαίου, η οικονομική διείσδυση στα Βαλκάνια έχει συρρικνωθεί. Παραμένει ακόμα ισχυρή αλλά αυτό δεν επαρκεί για να «σώσει» τον ελληνικό ιμπεριαλισμό και το κράτος από τον υποβιβασμό στην τρίτη κατηγορία. Είναι ενδεικτικό πως παρά αυτή την διείσδυση το ελληνικό κράτος έχει μηδενική γεωπολιτική επιρροή στα Βαλκανικά κράτη.

Η Ελλάδα έχει πλέον  επιστρέψει στην πρότερη κατάστασή της αυτή των γεωπολιτικών σχεδιασμών που βασίζονται στην σωστή πρόβλεψη του νικητή στις συγκρούσεις των μεγαλύτερων δυνάμεων, στην κατάλληλη εκδούλευση, στον κατάλληλο πάτρωνα, δηλαδή στις κατάλληλες συμμαχίες. Η διεθνής πολιτική του Σύριζα είναι η επιτομή αυτής της πρακτικής που αδίκως θεωρείται προδοτική απο τον εθνικισμό. Αυτή η πολιτική έκανε το νέο Ελλ. Κράτος να μεγαλώσει και να επιζήσει, ο πόλεμος και ο εθνική επιθετικότητα σχεδόν πάντα το οδηγούσε σε καταστροφές.

Η άποψη πάντως ότι το ελληνικό κράτος/κεφάλαιο είναι ακόμα μια ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη,  είναι ένα ιδεολογικό φαντασιακό που επιζεί ακόμα μόνο σε μυαλά ανθρώπων της εξουσίας, της ακροδεξιάς και του επαναστατικού ντεφετισμού. Αν τώρα στην εντεινόμενη  κρίση στη Ανατολική μεσόγειο και τα Βαλκάνια η Ελλάδα βρεθεί πάλι με τη μεριά των νικητών τότε ίσως μπορέσει να ξαναγίνει μια αξιοπρεπής ιμπεριαλιστική δύναμη που θα ξανακάνει τον χωροφύλακα σε χαλάσματα.

 

Είναι η ελλάδα εξαρτημένη χώρα;

Η έννοια της εξάρτησης είναι μια αυστηρά οικονομική έννοια. Με την παραδοσιακή της μορφή που τη είδαμε στις δημοκρατίες του καφέ και των διαμαντιών, στην Ελληνική επικράτεια δεν εφαρμόζεται. Η Ελλάδα δεν έχει εξέχουσες πλουτοπαραγωγικές πηγές για να την θέλει τόσο κάποιο διεθνές κεφάλαιο. Έχει μικρό πληθυσμό και άρα εργατικό δυναμικό για να γίνει τόπος φτηνών χεριών. Ο τουρισμός δεν είναι επένδυση στρατηγικής φύσης σε μια περιοχή συνεχώς σε ανάφλεξη. Κανένας ιμπεριαλισμός μέχρι τα μνημόνια δεν πήρε τα ηνία της οικονομίας και δεν εμπόδισε το ελληνικό κεφάλαιο να αναπτύξει την παραγωγική του βάση ή το κράτος να κρατάει στα χέρια του στρατηγικούς τομείς και να σχεδιάζει για αυτούς. Όχι τουλάχιστον περισσότερο, από όσο επέβαλε (για παράδειγμα με νέο κανονιστικό πλαίσιο ή επιδοματικές-χρηματοδοτικές πολιτικές) η παρουσία στην ΕΕ και η περίοδος της παγκοσμιοποίησης, μια συνθήκη κοινή για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη αλλά και για όλο τον πλανήτη. Η μεταφορά θεωριών εξάρτησης των 70’ς στο Ελληνικό τοπίο από κομμάτια της αριστεράς είναι σκέτη ιδεολογία.

Τα μνημόνια και η κρίση που τα επέβαλαν μείωσαν περισσότερο το πεδίο οικονομικής εξουσίας του Ελληνικού κράτους, και αφαίρεσαν την προστασία στο ελληνικό κεφάλαιο, αυτό είναι δεδομένο. Ο Γερμανικός ιμπεριαλισμός με την εποπτική παρουσία των ΗΠΑ (ΔΝΤ)  πήρε στα χέρια του τον εσωτερικό οικονομικό σχεδιασμό. Εδώ όμως θα πρέπει να προσέξουμε το ότι τίποτα το εξειδικευμένο δεν επιβλήθηκε στην Ελλάδα. Το ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, η ταξική υποτίμηση του κόσμου της εργασίας, η διεθνοποίηση του τραπεζικού συστήματος  είναι παγκόσμιες πολιτικές που στην Ελλάδα εφαρμόστηκαν ίσως πιο καθυστερημένα  και πιο βίαια και προς όφελος της Γερμανίας. Η εξάρτηση τελικά της ελληνικής οικονομίας από άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν είναι μεγαλύτερη από όσο αρμόζει σε μια δύναμη των δικών της “κυβικών”. Και το ότι η Ελληνική κυρίαρχη τάξη δεν κατάφερε να αντισταθεί  ούτε για λίγο στην μνημονιακή επίθεση δείχνει επιπλέον  πόσο αβαθής ήταν η ιμπεριαλιστική της ισχύ την προηγούμενη περίοδο. Το πως την διαχειρίστηκε όμως η Ελληνική εξουσία αυτή την μνημονιακή επίθεση δείχνει ξανά  την πραγματική της ιστορική δύναμη, την δύναμη των ελιγμών και του γεωπολιτικού πλασαρίσματος. Την ώρα για παράδειγμα που η ΕΕ κλείδωνε τις Ελληνικές τράπεζες και το Γερμανικό κεφάλαιο έβαζε  χέρι στα γρήγορα κέρδη των τουριστικών αεροδρομίων, το λιμάνι του Πειραιά γίνεται η πύλη εμπορικής εισόδου του Κινέζικου ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη, η αμερικανοκινούμενη συμμαχία με Αίγυπτο-Ισραήλ-Κύπρο στριμώχνει την περιφερειακή υπερδύναμη, την Τουρκία…

Το ελληνικό κράτος είναι εξαρτημένο όχι οικονομικά αλλά γεωπολιτικά. Δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς πάτρωνες σε μια περιοχή πάντοτε επίκεντρο ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών μεγαλύτερων ψαριών από το ίδιο, κι όπως έδειξε ο ελληνικός εμφύλιος, οι πάτρωνες θα αντιμετωπίσουν για λογαριασμό του και τον εσωτερικό εχθρό. Η εξάρτηση όμως αυτή είναι ταυτόχρονα και το πρόβλημα και η δυνατότητά του. Δύο αιώνες νέο ελληνικό κράτος, με τον ίδιο πάντα τρόπο, η αδυναμία γίνεται δύναμη: οι σχετιζόμενες  με ανταγωνιστικούς  ιμπεριαλισμούς κλίκες που συνιστούν την Ελληνική εξουσία,  είναι άριστα δομημένες για την πώληση σε ακριβή τιμή των εκδουλεύσεων ενώ το κομπραδόρικο κεφάλαιο προσαρμόζεται ιδανικά σε συνθήκες κρίσεων και αναταραχών.

 

Για την ΕΕ και τον ιμπεριαλισμό της

Με αυστηρούς όρους η  ΕΕ δεν μπορεί να είναι μια τυπική ιμπεριαλιστική δύναμη κι ι αυτό γιατί ποτέ δεν κατάφερε να γίνει ούτε κρατική οντότητα ούτε να αποκτήσει ενιαία αστική τάξη με κοινές έστω στρατηγικές συμμαχίες στον διεθνή ανταγωνισμό. Όσο η ενοποίηση της προχωρά ή βαλτώνει τόσο αποκτά ή χάνει αυτόνομη ιμπεριαλιστική δυναμική τόσο  ενσωματώνει  ή απλά διαμεσολαβεί την ιμπεριαλιστική ιεραρχία στο εσωτερικό της.

Η ΕΕ ως την πτώση του Α. μπλοκ δεν ήταν τίποτα άλλο απο ένα μαγαζί του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού με έξοδα των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων που σε αντιστάθμισμα κέρδιζαν την αναγνώριση συγκυριαρχίας στην Ευρασιατική γεωπολιτική επί των ασθενέστερων κρατών του “Δυτικού κόσμου”

Η ΕΕ αυτή τη στιγμή λειτουργεί ως κανονιστικό περιβάλλον και διαιτησία ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς ιμπεριαλισμούς (Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία και έως πρόσφατα Μ. Βρετανία) και ως συλλογική προστασία από την ισχύ των υπερδυνάμεων. Χρόνο με τον χρόνο μάλιστα ακόμα και η παραδοσιακή συσχέτιση της ΕΕ με τις ΗΠΑ γίνεται όλο και πιο αδύναμη όπως μας δείχνει ο πρόσφατος Αμερικανογερμανικός εμπορικός πόλεμος με επίκεντρο τις αυτοκινητοβιομηχανίες και τις Φαρμακοβιομηχανίες.

Οι επιμέρους ιμπεριαλισμοί της ΕΕ, είναι οι ουσιαστικοί παίκτες που χρησιμοποιούν την υπόλοιπη ευρωπαϊκή ένωση ως προνομιακό τους χώρο. Αδιαμφισβήτητη υπεροχή στο εσωτερικό αυτού του πεδίου, γιατί να μην ξεχνάμε, η ΕΕ είναι και πεδίο Ευρωπαϊκού ανταγωνισμού,  έχει ο Γερμανικός ιμπεριαλισμός

Για την κυρίαρχη ελληνική τάξη στην ιδιαίτερη γεωπολιτική της θέση η ΕΕ έγινε από ευχή κατάρα. Για χρόνια η «θέση του οικοπέδου» πουλήθηκε πανάκριβα με την Ελλάδα να γίνεται ο καλοπληρωμένος μοχλός επέκτασης της ΕΕ και στα Βαλκάνια και στην Τουρκία, καθώς και μελλοντικός ενεργειακός κόμβος πλάι στην μέση Ανατολή. Σήμερα κράτος και κεφάλαιο στην Ελλάδα διαπιστώνουν πως μερίδιο της δικής τους πίτας θα καρπωθεί το Γερμανικό, και όχι μόνο, κράτος και κεφάλαιο, πως η ΕΕ γίνεται το μέσο επιβολής “μεταρρυθμίσεων” που εκτός από το να πλήττουν τον κόσμο της εργασίας δημιουργούν προβλήματα και στην παραδοσιακή δομή εξουσίας και τα φέουδά της, ενώ η εθνική αστική τάξη έδειξε ανίκανη να κρατήσει τις θέσεις της χωρίς τον κρατικό προστατευτισμό και το εθνικό νόμισμα. Παρόλα αυτά η Ελληνική κυρίαρχη τάξη, οι κρατικές ελίτ και η αστική τάξη, παραμένουν στην πλειοψηφία τους φιλοευρωπαϊκές αναγνωρίζοντας στην ΕΕ μια προνομιακή για τους εαυτούς τους ασπίδα στην παγκόσμια  ιμπεριαλιστική ιεραρχία. Μαζί με την κυρίαρχη τάξη συντάσσεται κι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής βάσης. Το Ευρωπαϊκό αφήγημα, η ιδεολογική ηγεμονία μιας αστικής εκδοχής “ενωμένης Ευρώπης” είναι αδιαμφισβήτητη και, όχι μόνο στην Ελλάδα, παίζει κυρίαρχο ρόλο στην ικανότητα επιβολής φιλελεύθερων και κατασταλτικών πολιτικών.

 

Αναρχικός Αγώνας και αντιιμπεριαλισμός γενικά

Αναγνωρίζοντας τους ιμπεριαλισμούς και τους ανταγωνισμούς τους ως μια ζωτική παράμετρο του συστήματος  εξουσίας είναι επακόλουθο ότι ο αναρχικός αγώνας θα πρέπει να εντάξει αυτή την παράμετρο πρώτα στις αναλύσεις όσο και τις πολιτικές επιλογές του. Ένα μερίδιο της πραγματικότητάς μας δεν σχεδιάζεται στα εθνικά κοινοβούλια όπως κι ένα μερίδιο της καρπούμενης υπεραξίας απο τους εργάτες δεν μένει στην εθνική αστική τάξη. Αυτό από μόνο του δεν είναι ούτε κακό ούτε καλό: ποιον αφορά τελικά αν το ωρομίσθιο είναι 3 ευρώ για να κερδίζει Έλληνας ή Γερμανός επιχειρηματίας ή αν το καθεστώς παρακολούθησης και καταστολής  επιβάλλεται από τις ΗΠΑ ή την Ελλάδα; Είναι όμως πραγματικό, συμβαίνει και δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Ως Ρουβίκωνας είμαστε ενάντιοι στην αποπροσωποποίηση και την ιδεολογική γενίκευση όταν αναφερόμαστε στο κράτος και το κεφάλαιο. Εκτιμούμε ότι η πάλη εναντίον τους οφείλει να στοχεύει στους μηχανισμούς τους, αποκαλώντας τις δυνάμεις τους με το όνομά τους και αναδεικνύοντας τους υπεύθυνους μηχανισμούς για το κάθε τι. Και μόνο έτσι, εκτιμούμε, είναι εφικτό να αποδειχθεί κοινωνικά η ενότητα συμφερόντων της κορυφής και η ενότητα συμφερόντων της βάσης ο απαραίτητος όρος για κάθε επαναστατική εξέλιξη.

Ο αντιιμπεριαλισμός, με το ειδικό βάρος που μπορεί να έχει (ή να μην έχει) σε κάθε συνθήκη, είναι για εμάς κομμάτι του αναρχικού αγώνα. Όχι όμως από μόνος του παρά μέσα στα πολιτικά πλαίσια του συνολικού αγώνα για κομμουνισμό και ελευθερία. Έξω από αυτά τα πλαίσια ο αντιιμπεριαλισμός  δεν είναι τίποτα παραπάνω από δικαίωση μιας εθνικής κυρίαρχης τάξης. Με την ίδια λογική, η κατανόηση των διεθνών ανταγωνισμών αφορά τον πολιτικό σκοπό. Ένα σκοπό που βλέπει εχθρικά το ίδιο το ιμπεριαλιστικό φαινόμενο όσο και κάθε ιμπεριαλισμό, μικρό ή μεγάλο, ντόπιο η ξένο, χωρίς καμία προτίμηση  ή εξαίρεση. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί ιμπεριαλισμοί, ούτε καλές και κακές επεκτατικότητες για να γυρίσουμε στην περίοδο του ψυχρού πολέμου. Και μόνο η σκέψη στρατηγικής πρόσδεσης σε ένα ιμπεριαλισμό ή μια υπερδύναμη είναι αυτοκτονία για κάθε κίνημα που επιθυμεί ριζική ανατροπή: αρκεί μια ματιά στην αντιιμπεριαλιστική σκηνή της επαναστατικής αριστεράς των δεκαετιών του 60-70 και τα παραδείγματα πολιτικής γελοιοποίησης αφθονούν.

Διαβάζουμε όμως την ιστορία και αναγνωρίζουμε πως υπάρχουν στιγμές που επαναστατικά κινήματα έχουν αποκτήσει τέτοια ισχύ ώστε να μην μπορούν να αποφύγουν την τακτική εμπλοκή τους με μεγάλα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Αν ένα κίνημα φτάσει σε αυτό το επίπεδο οι επιλογές του, συχνά ως όρος επιβίωσης, είναι μετρημένες και ξεφεύγουν από την καθαρότητα. Σε κάθε περίπτωση το τελικό αποτέλεσμα είναι που κρίνει αμείλικτα την επιτυχία του κάθε “ελιγμού”. Ούτε οι προθέσεις όσων τον κάνουν, ούτε οι ιδεολογικές κριτικές κινημάτων πολύ μακριά από αυτό το επίπεδο.

Κάτι τέτοιο βέβαια δεν μπορεί να ισχύσει για κινήματα που επέχουν έτη φωτός από το να καταφέρουν να βρεθούν σε τέτοιο δίλλημα.

 

Αναρχικός Αγώνας και αντιιμπεριαλισμός στην Ελλάδα σήμερα

Με βάση τα όσα είπαμε παραπάνω η αντιιμπεριαλιστική παράμετρος στον αναρχικό αγώνα στην Ελλάδα σήμερα πρέπει να υπάρχει. Το Ελληνικό κράτος συμμετέχει ενεργά στην μεσανατολική κρίση όπως και στις ανακατατάξεις στα Βαλκάνια. Είτε από μόνο του είτε μέσω συμμαχιών, ακολουθεί την γραμμή του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και η κυρίαρχη τάξη του συνεχίζει να επιβιώνει και μέσα απο τις εκδουλεύσεις της σε αυτόν, εκδουλεύσεις που όπως έχει αποδείξει η ιστορία μπορεί να φτάσουν και έως την συμμετοχή σε πόλεμο.

Το ελληνικό κράτος επίσης, συμμετέχει στην ΕΕ. Μέσω αυτής και της Γερμανικής οικονομικής επιτροπείας προωθήθηκε όλη η φιλελεύθερη αντικοινωνική οικονομική ατζέντα τα τελευταία χρόνια, ενώ η πολιτισμική επιρροή της σε τμήματα των καταπιεσμένων λειτουργεί ως πέμπτη φάλαγγα της ατζέντας.

Ο ρωσικός παράγοντας επηρεάζει κομμάτια των ελίτ, ενώ έχει άμεση ή έμμεση πολιτισμική και πολιτική επιρροή σε άλλα τμήματα της τάξης μας.

Οι παρεμβάσεις, οι στοχεύσεις, οι τακτικές προτεραιότητες, ο αναρχικός λόγος πρέπει όλα αυτά να τα αναδεικνύουν όταν και όποτε συμβαίνουν με το ίδιο σθένος με το οποίο το κάνουν για το Ελληνικό κράτος.

Δεν θα πρέπει επίσης να βγάλουμε από το κάδρο και την διεθνιστική αλληλεγγύη. Η καρδιά κάθε αντιιμπεριαλισμού από αναρχική σκοπιά δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στην διεθνιστική αλληλεγγύη και στο χτίσιμο δεσμών κοινότητας ανάμεσα σε αγωνιζόμενους και σε λαούς. Η στοχοποίηση ιμπεριαλισμών στα πλαίσια της διεθνιστικής αλληλεγγύης είναι βασικό καθήκον κάθε επαναστάτη. Η διεθνιστική κοινότητα είναι η αναρχική αντιιμπεριαλιστική απάντηση στην ιμπεριαλιστική ιεραρχία, όχι κάποια φανταστική ανεξαρτησία του κράτους και ο εθνικός προστατευτισμός της αστικής τάξης.

Στεκόμαστε λοιπόν ενάντια σε όλες τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αντιτασσόμαστε στα σχέδιά τους. Στεκόμαστε ενάντια στο ΝΑΤΟ και τις πολιτικές των ΗΠΑ. Είμαστε ενάντιοι στην ΕΕ και την ιδέα της, ενάντιοι στο Γερμανικό κράτος και κεφάλαιο και την επιτροπεία του, ενάντια στον Ρωσικό παράγοντα και την επιρροή του στα πιο αντιδραστικά κομμάτια των ελίτ αλλά και της βάσης. Μπροστά μας φυσικά είναι το Ελληνικό κράτος και κεφάλαιο, που έχει το κυρίαρχο μερίδιο εξουσίας στις ζωές μας όσο κι αν συχνά προσπαθεί να κρυφτεί πίσω τους πάτρωνες του. Τίποτα δεν συμβαίνει χωρίς τη δική του υπογραφή, χωρίς την ενοχή του. Κι όποια κι αν είναι η θέση του σε κάθε περίοδο στην ιμπεριαλιστική ιεραρχία, στη βάση της πυραμίδας είμαστε εμείς η κοινωνική βάση, οι προλετάριοι: Ελληνες, Τούρκοι, Αραβες, Σλάβοι, Αμερικάνοι, Ρώσοι. Ο καθένα χωριστά αλλά και όλοι μαζί πρέπει να στραφούμε ενάντια στην κορυφή.

 

Σημείωση:

Η χρήση του όρου Μαρξιστικό-Λενινιστικό (Μ/Λ) πρέπει να προσλαμβάνεται ως Μαρξιστικό ή/και Λενινιστικό και όχι σαν αναφορά στο συγκεκριμένο Σταλινικό/Μαοικό ρεύμα που συχνά χαρακτηρίζεται με τον όρο Μ-Λ.

Α΄ Τακτικό συνέδριο, προσυνεδριακός διάλογος | Θεματική: Ταξικό ζήτημα | Συλλογικότητα: Ε.Π.Θ.

Πρόταση Τοποθέτησης της Αναρχικής Ομοσπονδίας για το ταξικό ζήτημα

Η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας αποτελεί για εμάς πρωτεύουσα σχέση εξουσίας, γιατί παρ’ όλες τις επιμέρους διαφοροποιήσεις διαχείρισης του καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής, πυρηνικό στοιχείο της αναπαραγωγής του παραμένει η εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας. Η σχέση κεφαλαίου-εργασίας είναι μια σχέση εκμετάλλευσης και καταπίεσης, ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένη. Είναι η απόσπαση υπερεργασίας (απλήρωτης εργασίας) με την ειδική κοινωνική μορφή της υπεραξίας που, ως διαδικασία, αποτελεί το πυρηνικό στοιχείο συγκρότησης και αναπαραγωγής του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Ως εκ τούτου, η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας καταλαμβάνει κεντρικό ρόλο ως η σχέση/αντίθεση από την οποία (ανα)παράγεται η παρούσα ιστορικά συγκεκριμένη μορφή οργάνωσης του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων.

Η τάξη ως κατοχή

Σύμφωνα με το σκεπτικό μας, αυτό που ορίζει την αντικειμενική, συλλογική κατηγορία της κοινωνικής τάξης στην οποία κάποιος/α ανήκει και, κατ’ επέκταση, προσδιορίζει τη θέση του/της στη σχέση της ταξικής εξουσίας/κυριαρχίας, είναι η θέση που κατέχει στην παραγωγική διαδικασία, η θέση που κατέχει μέσα στις σχέσεις παραγωγής, τις καθορισμένες κοινωνικές σχέσεις, δηλαδή, που υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων στη διαδικασία της παραγωγής, ανεξάρτητα από τη θέληση και τη συνείδηση του. Με βάση αυτό τον κλασσικό ορισμό της τάξης -ως κατοχή- υπάρχουν δύο κύριες αντιμαχόμενες τάξεις, καθώς και μία σειρά μεσαίων τάξεων, τα όρια μεταξύ των οποίων είναι πολλές φορές θολά. Από τη μία μεριά η αστική τάξη είναι η τάξη που κατέχει τα μέσα παραγωγής και τα χρησιμοποιεί με σκοπό την παραγωγή και συσσώρευση κέρδους. Από την άλλη, η εργατική τάξη, η εκμεταλευόμενη τάξη που δεν κατέχει μέσα παραγωγής και ο μόνος τρόπος να επιβιώσει είναι πουλώντας την εργατική της δύναμη. [1] Το «εμπόρευμα» που ο εργάτης πουλά στον εργοδότη είναι η εργασία του, δηλαδή η παραγωγική δύναμη του σώματος και του μυαλού του, οι σωματικές και πνευματικές δυνατότητες του, η δημιουργικότητά του, η φαντασία του. Πουλάει, δηλαδή, τον ίδιο του τον εαυτό. Σε αντίθεση με ότι προέβλεπε ο Μαρξ ο ανταγωνισμός αυτός δεν απλοποιήθηκε, σχηματίζοντας δύο μόνο τάξεις και προλεταριοποιώντας τα μεσαία στρώματα.

Η τάξη ως κυριαρχία

Για μας, η κατοχή των μέσων παραγωγής αν και θεμελιώδες στοιχείο για τον καθορισμό των τάξεων, δεν είναι το μοναδικό, καθώς σημαντικό ρόλο επίσης παίζει η διευθυντική εξουσιαστική σχέση, η ανισότητα και η αντίθεση δηλαδή, μεταξύ διευθυντή και διευθυνόμενου, κυρίαρχου και κυριαρχούμενου. Για τον Μπακούνιν, η τάξη δεν θεμελιωνόταν μόνο στις σχέσεις με τα μέσα παραγωγής (π.χ. ιδιοκτησία ή όχι) αλλά και στις σχέσεις κυριαρχίας εντός μιας παραγωγικής μονάδας (π.χ. η διευθυντική δυνατότητα λήψης και επιβολής μιας απόφασης). Με βάση αυτή την αντίληψη, ο προσδιορισμός της κυρίαρχης τάξης δεν εξαντλείται μόνο στις σχέσεις κατοχής των μέσων παραγωγής αλλά επεκτείνεται και στον έλεγχο της χρήσης τους. Στη τελευταία αυτή κατηγορία μπορούν να ενταχθούν για παράδειγμα οι υψηλά ιστάμενοι μάνατζερ, τα διευθυντικά στελέχη, τα λεγόμενα golden boys κ.τ.λ., που ουσιαστικά επιτελούν τη διευθυντική λειτουργία στις μεγάλες ανώνυμες εταιρίες, στις οποίες η σχέση ιδιοκτησίας δεν έχει τον σαφή προσδιορισμό του προηγούμενου αιώνα.

Η τάξη ως κατοχή και κυριαρχία

Έτσι, κάπως σχηματικά, μπορούμε να πούμε ότι στη δική μας τάξη, στην εργατική τάξη ανήκουν όλοι όσοι πουλάν την εργατική τους δύναμη για να επιβιώσουν, δηλαδή οι χειρώνακτες ή μη εργάτες, οι εργάτες γης, οι δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, οι εποχιακά και περιστασιακά εργαζόμενοι, το επιστημονικό προσωπικό (μηχανικοί, χημικοί, γεωπόνοι κλπ), οι άνεργοι (το κομμάτι της τάξης που έχει πεταχτεί εκτός της παραγωγικής διαδικασίας), οι πρακτικάριοι και κάθε λογής μαθητευόμενοι, οι εργαζόμενοι σε stage / voucher κτλ, οι νοικοκυρές κ.α. [2] [3]
Η αστική τάξη αποτελείται από τους κατόχους των μέσων παραγωγής αλλά και όσους επιτελούν τη διευθυντική σχέση εκεί όπου η κατοχή του κεφαλαίου είναι θολή: μέλη των ΔΣ, ανώτατα στελέχη και golden boys των μεγάλων πολυεθνικών και μη εταιριών, ακόμα και αν δεν έχουν μερίδιο μετοχών, υψηλόβαθμα διευθυντικά στελέχη των τραπεζών (μάνατζερ, κλπ). Εκτός από τους αστούς όμως, εχθροί της τάξης μας -είτε ανήκουν στην αστική τάξη είτε όχι- είναι και όσοι στελεχώνουν τον κρατικό μηχανισμό σε τοπικό ή υπερ-τοπικό επίπεδο (δικαστές, δήμαρχοι, μπάτσοι, ανθρωποφύλακες κ.α.), καθώς και η κυβέρνηση, που, αν και δεν έχουν άμεσο ρόλο στην παραγωγική διαδικασία, αποτελούν σε κάθε περίπτωση οργανικό και καθοριστικό τμήμα του μηχανισμού διασφάλισης και επιβολής των συμφερόντων του κεφαλαίου κόντρα σε αυτών της εργατικής τάξης.
Ανάμεσα στις δύο τάξεις βρίσκονται άλλα κατώτερα (μικροκαλιεργητές, αυτοαπασχολούμενοι κ.α.) και μεσαία (μικρο-επιχειρηματίες, εισοδηματίες κ.α.) στρώματα. Τα κατώτερα μπορούν να είναι -και πρέπει να στοχεύσουμε να είναι- σύμμαχα με την εργατική τάξη καθώς η κατάρρευση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι και προς το δικό τους υλικό συμφέρον.

Σχέση κεφάλαιο και άλλες σχέσεις εξουσίας

Η οργάνωση του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων με γνώμονα την παραγωγή και κυκλοφορία της αξίας αποτελεί θεμελιώδη ανάγκη του κεφαλαίου και ως εκ τούτου, δομική τάση του. Αυτό αποτυπώνεται στη διαρκή προσπάθειά του να ενσωματώνει, να αναδιαρθρώνει, να συγκροτεί, να καταργεί, να οξύνει ή να αμβλύνει τις εκάστοτε σχέσεις εξουσίας, πάντα με προοπτική τη διάσπαση και την πειθάρχηση της εργατικής τάξης και, κατ’ επέκταση, την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσής της, υποτιμώντας την τιμή του εμπορεύματος «εργατική δύναμη» και κάμπτοντας τις όποιες αντιστάσεις της. Το ιδιαίτερο αυτό γνώρισμα, που δεν απαντάται σε καμιά άλλη σχέση εξουσίας, οδηγεί στην αναγνώριση του πρωτεύοντος ρόλου της σχέσης-κεφάλαιο.

Η ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης

Προφανώς η αντικειμενική συνθήκη της ύπαρξης των τάξεων δεν επαρκεί για την συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης. Για την πραγματοποίηση της κοινωνικής επανάστασης απαιτείται η συνειδητή δράση της τάξης μας, η ανάπτυξη του υποκειμενικού παράγοντα της ταξικής και επαναστατικής συνείδησης (ο μετασχηματισμός της “τάξης καθ’ εαυτή” σε “τάξη δι’ εαυτή”). Η συνειδητοποίηση των συμφερόντων της τάξης μας, το ξεπέρασμα των διαχωριστικών γραμμών και των σχέσεων εξουσίας εντός της (διακρίσεις με βάση το φύλο, τη σεξουαλική κατεύθυνση ή κατεύθυνση φύλου, τη φυλή, την ηλικία και κάθε άλλου κοινωνικού διαχωρισμού που θρέφεται από τα αφεντικά μας με σκοπό τη διαίρεση μας και τον κατακερματισμό των αντιστάσεων μας) και η αυτόνομη οργάνωση της (χωρίς πρωτοπορίες, “επαναστατικά κόμματα”, διαμεσολαβήσεις, ιεραρχίες) είναι ο δρόμος που προτάσσουμε για την κοινωνική επανάσταση. Ο ιδιαίτερος ρόλος της εργατικής τάξης προκύπτει από το ότι βρίσκεται στο κέντρο της καπιταλιστικής αντίφασης, καθώς ο πλούτος της κοινωνίας παράγεται από την εκμετάλλευσή της, πλούτος όμως που στο μεγαλύτερο ποσοστό του, η ίδια τον στερείτε. Η δυνητική ικανότητά της να ανατρέψει την ταξική κοινωνία έγκειται στο ότι ο μόνος τρόπος για να οργανωθεί με γνώμονα τα υλικά της συμφέροντα είναι να ξεπεράσει τις διαιρέσεις στο εσωτερικό της και, με προοπτική την αυτοκατάργησή της, να συγκρουστεί με το κράτος και τα αφεντικά. [4]

Σημειώσεις:
[1] Για τη χρήση των όρων «εκμεταλλευόμενή/ες τάξη/ες»: Ως εκμεταλλευόμενη τάξη ορίζουμε μία: την εργατική, η οποία είναι η μόνη από την οποία αποσπάται υπεραξίας (και συνεπώς είναι εκμεταλλευόμενη). Ο όρος «εκμεταλυόμενες τάξεις» μας βρίσκει διάφωνους ακριβώς λόγω αυτού. Από την άλλη , ως «καταπιεζόμενες τάξεις» (ή «υποτελείς») ορίζουμε σαφώς ευρύτερες τάξεις από την εργατική (αγροτική, ελεύθεροι επαγγελματίες κτλ).
[2] Υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης το οποίο, ακριβώς για να υποτιμηθεί ευκολότερα, βαφτίζεται από τα αφεντικά ‘’ελεύθεροι επαγγελματίες’’, ‘’συνεργάτες’’, ‘’μαθητευόμενοι’’, ‘’εποχιακά εργαζόμενοι’’ κλπ ενώ στην πραγματικότητα καλύπτουν πάγιες ανάγκες επιχειρήσεων, σε άθλιο εργασιακό καθεστώς.
[3] Αξίζει εδώ μία ειδική μνεία στην πατριαρχία, η οποία καταλαμβάνοντας τον ρόλο του έλεγχου της παραγωγικής και αναπαραγωγικής δύναμης της γυναίκας, εξασφάλισε βίαια τη δωρεάν εργασία που προσφέρει η σύζυγος-μητέρα-νοικοκυρά (και, συχνά, εργαζόμενη) προς όφελος της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης τόσο του άντρα-εργάτη όσο και των νέων μελλοντικών εργατών (παιδιά).
[4] Εδώ διευκρινίζουμε πως, κατά τη γνώμη μας, η αλλοτρίωση των εργατών/τριών από το καπιταλιστικό φαντασιακό που έχει σαν αποτέλεσμα το να ταυτίζουν τα συμφέροντά τους με αυτά των αφεντικών τους ή να ορίζουν την διέξοδό τους από την παρούσα κατάσταση αποκλειστικά σαν την προσωπική τους ταξική ανέλιξη, δεν επηρεάζει την αντικειμενική ταξική τους θέση. Εξακολουθούν δηλαδή να είναι -σε επίπεδο υλικών σχέσεων και συμφερόντων- εργάτες, αλλά είναι σε επίπεδο συνείδησης, μικροαστοί.

Α΄ Τακτικό συνέδριο, προσυνεδριακός διάλογος | Θεματική: Ιμπεριαλισμός | Συλλογικότητα: Κενός Κύκλος

Προγραμματικές θέσεις για τον Ιμπεριαλισμό

«Στο μέρος που έφεραν ερήμωση λένε πως έφεραν ειρήνη»

Τακιτος,  Αγρίκολας 30

 

Το ζήτημα του ιμπεριαλισμού έχει αναδυθεί τα τελευταία χρόνια ως ένα σημείο διαφοροποίησης και διαφωνίας εντός του αναρχικού χώρου. Χοντρικά υπάρχουν δυο τάσεις: η πρώτη τάση θεωρεί ότι η ιμπεριαλιστική δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλει να προτάσσεται ρητά η ρήξη με τον συγκεκριμένο θεσμό και, επομένως, η αντιιμπεριαλιστική διάσταση της ταξικής πάλης. Επίσης, υποστηρίζεται σθεναρά ότι αυτή η πολιτική στάση και στρατηγική είναι συμβατή με μια διεθνιστική και ταξική προοπτική. Η άλλη τάση ανταπαντά σε επίπεδο ανάλυσης ότι ο αντιιμπεριαλισμός εστιάζει στις διακρατικές σχέσεις αντί στη σχέση κεφάλαιο/εργασία και στις μορφές αναπαραγωγής του κεφαλαίου (αξία, χρήμα, εμπόρευμα). Έτσι, υποστηρίζεται ότι στο πολιτικό επίπεδο ο αντιιμπεριαλισμός υποβαθμίζει ανεπίτρεπτα το ταξικό περιεχόμενο του πολιτικού ανταγωνισμού, παρεκτρέποντας τον προς διαταξικές συμμαχίες και παλλαϊκές συσπειρώσεις, οι οποίες στο όνομα της εναντίωσης στον κοινό εξωτερικό εχθρό καταλήγουν να υποβιβάζουν τα ταξικά συμφέροντα των «από κάτω».

Δεν υπάρχει κανόνας που να λέει ότι όταν υπάρχουν δυο διαφορετικές προσεγγίσεις μια από τις δυο πρέπει να είναι και η σωστή. Σε κάθε περίπτωση, η όποια τοποθέτηση στο ζήτημα του αντιιμπεριαλισμού χρειάζεται μία θεωρητική ανάλυση του φαινομένου το οποίο τίθεται ως αντικείμενο εναντίωσης και αντίστασης, δηλαδή στον ιμπεριαλισμό. Προς μία τέτοια κατεύθυνση κριτικής κατανόησης προσφέρονται και οι ακόλουθες προγραμματικές θέσεις.

Ο ιμπεριαλισμός ως έννοια αναδύεται για να περιγράψει μία συγκεκριμένη περίοδο επέκτασης των Μεγάλων Δυνάμεων. Η περίοδος αυτή είθισται να τοποθετείται στον ύστερο 19ο αιώνα (γύρω στο 1870). Κατά πόσο το φαινόμενο σε αυτή του τη μορφή τελειώνει σταδιακά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ή συνεχίζεται παραμένει ζήτημα διαφωνίας. Εμείς θεωρούμε ότι οι κλασσικές μορφές ιμπεριαλισμού, σταδιακά υποχωρούν και αντικαθίστανται από μία νέα παγκόσμια αυτοκρατορική δομή. Τα χαρακτηριστικά της τελευταίας συνδέονται άμεσα με τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου, την κυριαρχία του χρηματοπιστωτισμού, την ισχυροποίηση και επέκταση των τεχνολογικών δικτύων και της υψηλής  τεχνολογίας, οδηγώντας  σε ένα πολύπλοκο μα παρόλα αυτά ομογενοποιημένο παγκόσμιο σύστημα κυριαρχίας με μια υπερεθνική, καστικού χαρακτήρα, ελίτ να λειτουργεί ως κυρίαρχη τάξη. Η τάση αυτή δεν είναι ούτε γραμμική ούτε ομοιογενής πόσο μάλλον ολοκληρωμένη. Αντιθέτως, εμπεριέχει ασυνέχειες και  αντιφάσεις οι  οποίες παράγουν τις συνθήκες αυτοαναίρεσης της. Σε αυτό το πλαίσιο, εμφανίζονται και κλιμακώνονται διακρατικοί ανταγωνισμοί που προσιδιάζουν στον πιο παραδοσιακό ιμπεριαλισμό, ένα γεγονός που πρέπει να μας κάνει συγκρατημένους στις περιοδολογήσεις μας.

 

Η ανάδυση ενός νέου όρου πάντα σχετίζεται με την εδραίωση της αντίληψης ότι συντελείται κάτι ιστορικά νέο, για το οποίο οι υπάρχουσες κατηγορίες δεν επαρκούν. Έτσι και η έννοια του ιμπεριαλισμού είχε σκοπό να αναδείξει τα κοινά στοιχεία της επεκτατικής πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων με παλιότερες μορφές επεκτατισμού αλλά συγχρόνως και να τις διαφοροποιήσει.

Τα κοινά στοιχεία αφορούν τόσο τις διαδικασίες πραγμάτωσης όσο και τη μορφή που παράγεται μέσα από αυτές. Όπως και κάθε άλλος τύπος επεκτατισμού ο ιμπεριαλισμός που αναδύεται τον ύστερο 19ο  αιώνα αφορά διαδικασίες επέκτασης οι οποίες οδηγούν στην παγίωση δομών πολιτικής κυριαρχίας  και  οικονομικής εκμετάλλευσης. Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με μία εκδοχή (ανα)παραγωγής διακοινωνικών σχέσεων υποτέλειας οι οποίες επιτρέπουν τη μεταφορά πλεονάσματος και την αξιοποίηση πλουτοπαραγωγικών πηγών και δυνάμεων προς όφελος ενός μητροπολιτικού κέντρου, δηλαδή της κυρίαρχης πολιτικής δύναμης. Σε αυτή του τη διάσταση ο ιμπεριαλισμός είναι τόσο παλιός όσο και οι αρχαίοι κατακτητές που διαβάζουμε στα ιστορικά βιβλία του σχολείου.

Το άλλο κοινό στοιχείο αφορά τη θέσπιση μίας Αυτοκρατορίας. Συχνά λησμονείται αυτό το γεγονός ή θεωρείται δευτερεύον. Όμως, για τους φορείς και τους δημιουργούς του ιμπεριαλισμού ήταν ουσιώδες. Η υιοθέτηση ιμπεριαλιστικών πολιτικών αφορούσε την ένταξη διαφορετικών λαών σε μία ενιαία έννομη τάξη. Μάλιστα, στη βάση αυτού του γεγονότος, οι αυτοκρατορίες της εποχής αξίωναν για τον εαυτό τους έναν εκπολιτιστικό χαρακτήρα άρα και έναν προοδευτικό ιστορικό ρόλο. Το ερώτημα φυσικά είναι κατά πόσο η οικοδόμηση μίας αυτοκρατορίας αποτελεί   απαραίτητο   στοιχείο   για   να   οριστεί   μία   διαδικασία   επέκτασης «ιμπεριαλιστική». Η ετοιμολογία της λέξης συνομολογεί προς αυτήν την κατεύθυνση, τουλάχιστον υπό την έννοια ότι ο επέκταση, η κατάκτηση ή ο αποικισμός οδηγούν στη σύναψη και παγίωση δια-κοινωνικών σχέσεων πολιτικής υποτέλειας οι οποίες με τη σειρά τους τείνουν να προσλάβουν τη μορφή μίας δικαϊκής ολότητας. Με άλλα λόγια, ο ιμπεριαλισμός είναι μία υπερκωδικοποίηση οικονομικών, πολιτικών, επιθυμητικών και στρατιωτικών ροών σε μία ενιαία πολιτισμική ολότητα, της οποίας η πιο ανεπτυγμένη μορφή είναι η Αυτοκρατορία. Πολύ παραπάνω συνεπώς από ένα σύστημα εκμετάλλευσης ο ιμπεριαλισμός είναι μία δυναμική τάξη Κυριαρχίας και Δικαίου. Οι κατηγορίες αυτές έχουν τη δική τους οντολογική συνοχή και δεν μπορούν να αναχθούν στην εκμετάλλευση.. Σε αυτόν τον βαθμό, ο ιμπεριαλισμός δεν μπορεί να περιοριστεί σε μία θεωρία κυριαρχίας. Χρειάζεται και μία κριτική θεωρία δικαιοσύνης. Στην περίπτωση της υπό συγκρότηση Παγκόσμιας Αυτοκρατορίας αυτό διαφαίνεται στους διάφορους πολέμους και επεμβάσεις μετά το 1991, από τον πρώτο και τον δεύτερο πόλεμο του Ιράκ έως την επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία, που άντλησαν τη νομιμοποίηση τους  μέσα από αναφορές στην καταστρατήγηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και στη διασάλευση της παγκόσμιας τάξης και του διεθνούς δικαίου. Από μία κριτική σκοπιά δεν αρκεί να στηλιτεύεται ο κίβδηλος χαρακτήρας αυτού του πολεμικού ανθρωπισμού. Χρειάζεται επίσης να κατανοηθεί το θεσμικό, δικαϊκό και ιδεολογικό πλαίσιο ανάδυσης του.

Αν η επέκταση προς χάριν πλουτισμού και δύναμης και η δόμηση μίας Αυτοκρατορίας συνδέουν τον νεωτερικό ιμπεριαλισμό με παλιότερες μορφές επεκτατισμού, από τα διάφορα Imperium της αρχαιότητας μέχρι και τις αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες της πρώιμης νεωτερικότητας, το στοιχείο που διαφοροποιεί τον νέο αυτό τύπο επέκτασης είναι αναμφίβολα ο καπιταλισμός. Στο εμπειρικό επίπεδο η διαπίστωση αυτή είναι κοινός τόπος, τουλάχιστον στις πιο κριτικές πολιτικές και θεωρητικές τάσεις. Το θέμα είναι πώς η ιστορική αυτή σχέση θεωρητικοποιείται.

Στις κλασσικές μαρξιστικές αναλύσεις ο ιμπεριαλισμός ορίζεται ως μια ιστορική φάση του καπιταλισμού, σχετιζόμενη ως τέτοια με τους νόμους κίνησης του κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, έχουμε ιμπεριαλισμό όταν ο καπιταλισμός έχει αρχίσει να παράγει μονοπώλια και συγκεκριμένα όταν το χρηματιστικό κεφάλαιο, μέσα από τη σύζευξη τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου, έχει αρχίσει να κυριαρχεί. Στον πυρήνα της η προοπτική αυτή περιέχει τη θέση ότι ο καπιταλισμός των Μεγάλων Δυνάμεων αναπτύσσεται μέσα από την εκμετάλλευση περιφερειακών κρατών, τα οποία συνεπώς διατηρούνται βίαια σε μία κατάσταση υποτέλειας, εξάρτησης και καθυστέρησης. Νοηματοδοτώντας τη βία και εκμετάλλευση που οι αποικίες υφίσταντο κατά τρόπο που ανοιγόταν και ένας εναλλακτικός ορίζοντας, αυτός μίας αυτοδύναμης ανάπτυξης και ενός ανεξάρτητου εκσυγχρονισμού, η κλασική μαρξιστική θεωρία κατάφερε να γίνει πανίσχυρο πολιτικό όπλο και να εμπνεύσει τους αγώνες των μαζών στον Τρίτο Κόσμο.

Παρόλες τις αναμφίβολες πολιτικές αρετές της, η παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση έχει υποστεί πολλές κριτικές. Η βασική κριτική αφορά τον πραγματολογικά αβάσιμο χαρακτήρα της. Παραδείγματος χάρη έχει υποδειχθεί ότι στην Ιαπωνία ο ιμπεριαλισμός ξεκινά χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις που η κλασική μαρξιστική προοπτική θέτει όσον αφορά το επίπεδο κεφαλαιακής συσσώρευσης. Ο ιαπωνικός ιμπεριαλισμός τοποθετείται στα ξεκινήματα του καπιταλισμού ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη του, όχι ως έκφραση της ωρίμανσης του. Μάλιστα, μπορεί να θεωρηθεί ότι κατά ανάλογο τρόπο ο επεκτατισμός και η αποικιοκρατία του 17ου αιώνα (τα οποία από κάποιους ιστορικούς θεωρούνται η πρώτη φάση της εποχής του κλασικού ιμπεριαλισμού) αποτελούν προϋπόθεση ακόμα και για τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό, καθώς χωρίς αυτά δεν θα είχε υπάρξει επαρκής πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου ικανή να οδηγήσει στην ανάδυση ενός κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Εφόσον τα οικονομικά κίνητρα δεν επαρκούν ως επεξηγηματικά εργαλεία, τονίζονται και άλλοι παράγοντες που κινητοποιούν ιμπεριαλιστικές πολιτικές, όπως ο πολιτικός ανταγωνισμός και ο εθνικισμός.

Αρκετές από τις κριτικές αυτές έχουν βάση. Η υποβάθμιση όμως της ιστορικής σύνδεσης του σύγχρονου ιμπεριαλισμού με τον καπιταλισμό εμποδίζει τη θεωρητική του αποσαφήνιση, η οποία οφείλει να ενσωματώσει τα διαφοροποιητικά στοιχεία του σύγχρονου ιμπεριαλισμού σε σχέση με παλιότερες μορφές επεκτατισμού και αυτοκρατορίας. Ο καπιταλισμός αποτελεί κινητήριο δύναμη του σύγχρονου ιμπεριαλισμού υπό την έννοια ότι η εγγενής τάση του κεφαλαίου προς διεύρυνση του πεδίου λειτουργίας του, ωθεί τα καπιταλιστικά κράτη να επεκταθούν πολιτικά, όχι μόνο ως προϋπόθεση οικονομικής μεγέθυνσης αλλά και πολιτικής δύναμης. Με απλά λόγια, στη νεωτερική περίοδο δεν νοείτο Μεγάλη Δύναμη που να μην είναι συγχρόνως ισχυρή βιομηχανική οικονομία. Έπεται ότι ακόμα και τα πολιτικά κίνητρα πίσω από τον ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό εντάσσονται στο διεθνές γεωπολιτικό πλαίσιο του καπιταλισμού. Για αυτό στη σύγχρονη εποχή ένα κράτος είναι ιμπεριαλιστικό στη βάση της θέσης που κατέχει εντός του  καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος (το οποίο άλλωστε οι ιμπεριαλιστικές πολιτικές βοηθούν να παγιωθεί). Για αυτόν τον λόγο επίσης, ακόμα και στην κλασική του φάση ο σύγχρονος ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός δεν έχει ως μόνο ή κύριο επίδικο του τον εδαφικό ανταγωνισμό αλλά την θέση στην παγκόσμια αγορά.

Υπό αυτήν την έννοια, η κατανόηση του σύγχρονου ιμπεριαλισμού χρειάζεται, χωρίς να ανάγεται σε αυτή, μία θεωρία κεφαλαίου. Αρκεί να μην κατανοούμε το τελευταίο με στενούς οικονομίστικους όρους, ως διαδικασία απόσπασης υπεραξίας. Το κεφάλαιο δεν δομεί μόνο μία οικονομία εμπορευμάτων δια των  οποίων παράγει κέρδος έτσι ώστε να μπορεί να αυτό-αυξάνεται. Συγχρόνως, δομεί και μία οικονομία επιθυμίας η οποία, φτάνοντας στο επίπεδο πραγμάτωσης που μπορεί να ονομαστεί Θέαμα (μια διαμεσολαβημένη από εικόνες και ρόλους καθημερινότητα που καθορίζονται από το Κεφάλαιο), κατακερματίζει και  συγχρόνως ομογενοποιεί τα υποκείμενα που αναπαράγουν την καπιταλιστική μηχανή. Ο ιμπεριαλισμός έχει και αυτός μία τέτοια διάσταση. Είναι μία επιθυμητική-μηχανή επέκτασης η οποία ανάμεσα σε όλα τα άλλα επιτρέπει την άμβλυνση των εσωτερικών κοινωνικών εντάσεων δια της ενσωμάτωσης τους στον ενιαίο κώδικα της αυτοκρατορίας. Σήμερα αυτό συντελείται σε μεγάλο βαθμό και με την προβολή από τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τα media, παλαιά και νέα, προτύπων ζωής σύμφωνης με το γενικότερο πολιτισμικό πρόταγμα της Παγκόσμιας Αυτοκρατορικής. Δομής. Ένα από τα κλειδιά συνεπώς που ξεπερνούν τις παλαιές μαρξιστικές αλλά και αναρχικών τάσεων αναλύσεις κλασσικού τύπου είναι να εννοήσουμε τον καπιταλισμό ως κάτι παραπάνω από ένα σύστημα παραγωγής, ως έναν Πολιτισμό. Η ιμπεριαλιστική συγκρότηση αλλά και σύγκρουση λαμβάνουν χώρα εντός της ιστορικής πορείας του καπιταλιστικού πολιτισμού προς την Παγκόσμια Ολοκλήρωση (και ίσως και ακόμα παραπέρα, καθώς δεν υπάρχει κάτι που να περιορίζει λογικά και οντολογικά τον καπιταλισμό στον πλανήτη Γη, τα όποια όρια είναι ιστορικά).

Εξίσου σημαντικά δεν σημαίνει ότι κάθε κράτος που είναι καπιταλιστικό είναι και ιμπεριαλιστικό. Κάτι τέτοιο ισχύει μόνο σε ένα πολύ αφηρημένο επίπεδο, δηλαδή ότι κάθε πολιτικά συγκροτημένη καπιταλιστική δομή έχει μία τάση επέκτασης, καθώς το κεφάλαιο ως διαδικασία δεν μπορεί να περιοριστεί σε συγκεκριμένες επικράτειες. Ιστορικά, όμως, για να αναπτυχθεί ο ιμπεριαλισμός υπάρχουν πολλές προϋποθέσεις, πολιτικές και υλικές προϋποθέσεις, προφανώς, αλλά και προϋποθέσεις που αφορούν την οικονομία της επιθυμίας και την αναπαραγωγή και σύγκρουση εσωτερικά τρόπων ζωής και προτύπων πολιτισμικής συγκρότησης. Οι ιστορικές αυτές προϋποθέσεις δεν μπορεί  να  απαντηθούν  παντού,  καθώς  κάθε  διακριτός  κοινωνικός  σχηματισμός εντάσσεται στο διεθνές/δια-κοινωνικό δίκτυο σχέσεων που δομεί το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα. Με απλά λόγια, όσο προφανές ήταν ότι η δημιουργία ενός καπιταλιστικού κράτους στα γερμανικά εδάφη είχε όλες τις προϋποθέσεις για να οδηγήσει σε μία ιμπεριαλιστική Μεγάλη Δύναμη, άλλο τόσο προφανές είναι ότι η δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους στα περισσότερα εδάφη της Αφρικάνικης ηπείρου δεν θα μπορούσε να αναπτύξει μία τέτοια ιμπεριαλιστική δυναμική.

Ήταν η Ελλάδα ποτέ ιμπεριαλιστική; Σε αντίθεση με τους μύθους που καλλιέργησε η ελληνική Αριστερά υπήρξαν σαφώς κάποιες ιμπεριαλιστικές τάσεις. Η υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, έστω και στον βαθμό που έφτασε μετά τη συνθήκη των Σεβρών, θα οδηγούσε σε μία πολυεθνική Αυτοκρατορία. Εκτός και αν οι λαοί εξελληνίζονταν βίαια και ο επεκτατισμός οδηγούσε απλά σε ένα μεγάλο ελληνικό έθνος-κράτος. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν φυσικά εύκολο, άρα κατά πάσα πιθανότητα ο ελληνικός εθνικισμός θα μεταλλασσόταν από αλυτρωτισμό σε ιμπεριαλιστικό εκπολιτισμό (κάτι άλλωστε που το ιστορικό βάθος του ελληνικού πολιτισμικού κώδικα θα επέτρεπε). Φυσικά, στην πραγματικότητα, η δόμηση μίας τέτοιας ελληνικής Αυτοκρατορίας θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι απίθανο, να υλοποιηθεί. Ο ελληνικός ιμπεριαλισμός ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό φαντασίωση, χωρίς αυτό να στερεί τίποτα από τη βία του. Το ελληνικό κράτος απλά δεν είχε τις προϋποθέσεις για να ενταχθεί στο ιμπεριαλιστικό κλαμπ των Μεγάλων Δυνάμεων. Για αυτό και με το που σταματά να έχει στρατιωτική στήριξη από τις πραγματικές Αυτοκρατορίες της εποχής, τους νικητές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η φαντασίωση της Μεγάλης Ιδέας καταρρέει μέσα από ένα τραύμα, τη Μικρασιατική καταστροφή.

Το τέλος του κλασικού νεωτερικού ιμπεριαλισμού συντελείται κάτω από την πίεση των αγώνων για ανεξαρτησία. Είναι μία μακρά διαδικασία αλλά η αρχή του τέλους έχει σημάνει ήδη από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολύ σημαντικό στοιχείο είναι η ήττα του ρατσισμού ως επίσημη κρατική ιδεολογία και η σταδιακή επικράτηση της ιδεολογίας των οικουμενικών δικαιωμάτων. Ο κλασικός ιμπεριαλισμός ήταν μια μορφή κυριαρχίας που παρήγαγε και στηριζόταν στον ρατσισμό επί του Άλλου, έναν ρατσισμό που νομιμοποιούσε κατόπιν την εξόντωση λαών στο όνομα του εκπολιτισμού. Σε αυτό το πλαίσιο δεν ετίθετο καν ζήτημα στέρησης εθνικής κυριαρχίας διότι θεωρείτο αξιωματική η ανωτερότητα του μητροπολιτικού κράτους επί λαών που δεν ήταν αλλά ούτε μπορούσαν να είναι Έθνη. Ο κλασικός νεωτερικός ιμπεριαλισμός στερούσε το δικαίωμα σε ανθρώπους να αυτοπροσδιοριστούν όχι απλά πολιτικά αλλά υπαρκτικά, αποικίζοντας την επιθυμία και το φαντασιακό τους με όρους ενός συμπλέγματος κατωτερότητας. Στον βαθμό που απελευθέρωση σήμαινε τη δυνατότητα να ονομαστείς ως λαός σε μία εποχή δημιουργίας εθνικών λαών, ήταν αναμενόμενο ότι οι αντιιμπεριαλιστικοί αγώνες της εποχής θα είχαν ένα έντονο εθνικοαπελευθερωτικό πρόσημο. Η εποχή αυτή των εθνικών Αυτοκρατοριών που ενσωματώνουν τον Άλλο μέσα σέ έναν κώδικα εθνοτικής και πολιτισμικής κατωτερότητας παρέρχεται μέχρι τη δεκαετία του 1960. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι ο ρατσισμός σταματάει να υφίσταται, το κάθε άλλο. Απλά δεν μπορεί να κωδικοποιηθεί ρητά ως κρατική ιδεολογία. Σήμερα, η άνοδος ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων ανοίγει το φάσμα ώστε η δαιμονοποίηση της ετερότητας να προσλάβει πάλι επίσημο δικαιικό-θεσμικό χαρακτήρα.

Οι διαφορές της μεταπολεμικής τάξης με τον προπολεμικό ιμπεριαλισμό δεν αφορούν μόνο το ιδεολογικό επίπεδο. Το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα μετά τον Β Παγκόσμιο δεν αναπαράγεται μέσα από μία διεθνής τάξη Μεγάλων αυτοκρατορικών Δυνάμεων αλλά κάτω από την Αμερικάνικη ηγεμονία, η οποία δεν λειτουργεί με τους όρους του κλασικού ιμπεριαλισμού. Έχουμε να κάνουμε με μία άλλου τύπου κωδικοποίηση των οικονομικών, στρατιωτικών, και επιθυμητικών ροών. Το αμερικάνικο Imperium δεν είναι μία de jure δομή εδαφικής κυριαρχίας η οποία εντάσσει διάφορους λαούς ως υποτελή υποκείμενα αλλά μία οικονομική- στρατιωτική-πολιτισμική μηχανή η οποία ενόσω αναλαμβάνει την οικοδόμηση και διατήρηση μίας παγκόσμιας αγοράς μπορεί να κατέχει κυρίαρχη θέση εντός της. Από αυτήν την σκοπιά ο Ψυχρός Πόλεμος μπορεί να ιδωθεί ως λειτουργική προϋπόθεση του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και όχι μόνο ως ιστορικό του πλαίσιο και όριο. Για αυτόν τον λόγο, ίσως, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου επιτρέπει στον μεταπολεμικό ιμπεριαλισμό να αναπτύξει την πλήρη του δυναμική αλλά και σύντομα να περιέλθει σε κρίση.

Μέχρι τώρα έχουμε μιλήσει για μία υπό σύσταση Παγκόσμια Αυτοκρατορική Δομή. Αυτό ξεκάθαρα υπονοεί ότι θεωρούμε πως η τρέχουσα διεθνοποίηση του κεφαλαίου και ευρύτερα η επέκταση του δυτικού πολιτισμικού κώδικα είναι ιμπεριαλιστική. Λέγοντας κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζουμε ότι η παγκοσμιοποίηση αποτελεί μετωνυμία για την επέκταση των καπιταλιστικών δυνάμεων ή συγκεκριμένα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Αντιθέτως, πρόκειται για μια πολύπλοκη διαδικασία διεθνοποίησης ροών κεφαλαίου, εργατικής δύναμης, τεχνολογίας, πολιτισμικών κωδικών αλλά και αγώνων, αντιστάσεων κ.λπ. Αν μιλάμε για ιμπεριαλισμό είναι για να υποδειχθεί ότι η διαδικασία δομεί και διαμεσολαβείται από σχέσεις εξουσίας και κυριαρχίας. Προς στοιχειοθέτηση αυτής της θέσης θα χρειαζόταν να καταδειχθούν οι πολιτικές σχέσεις υποτέλειας και οι μορφές κυριαρχίας, άρα και δικαίου, που θεμελιώνουν και αναπαράγουν τη εν λόγω αυτοκρατορική δομή. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο εδώ, για αυτό άλλωστε και ο τίτλος υποδηλώνει τον προγραμματικό χαρακτήρα της ανάλυσης. Ενδεικτικά, αναφερόμαστε στον αποικισμό κοινωνικών χώρων, σχέσεων, σωμάτων, επιθυμιών, αναγκών κ.λπ. από το κεφάλαιο και τη συναφή παραγωγή ενός παγκόσμιου δικτύου σχέσεων υποτέλειας, κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Στο θεσμικό επίπεδο, η διαδικασία αποκρυσταλλώνεται στην παραγωγή υπερεθνικών δομών εξουσίας, οικονομίας και εμπορίου που δεν χωρούν στο σχήμα ενός επεκτατικού κράτους. Στον βαθμό που οι αξιωματικές, οι κανόνες και οι θεαματικές απεικονίσεις του κεφαλαίου έχουν επεκταθεί στο  σύνολο του πλανήτη και  την μεγάλη πλειοψηφία των καθημερινών σχέσεων, συναλλαγών και δραστηριοτήτων μπορούμε να μιλάμε για έναν παγκόσμιο καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό, μία Αυτοκρατορία του Κεφαλαίου.

Η ιστορική αυτή διαδικασία αφήνει το στίγμα της και στους αγώνες των υποτελών. Όχι λιγότερο από την κυριαρχία, η αντίσταση έχει ιστορικότητα, την οποία μάλιστα πρέπει να συλλάβουμε διαλεκτικά με την ιστορικότητα της κυριαρχίας. Μια απλή επισκόπηση δείχνει ότι στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων τα διάφορα κινήματα των τελευταίων δεκαετιών, ακόμα και σε υποδεέστερα κράτη, δεν παίρνουν τη μορφή εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων. Φυσικά, εφόσον μιλάμε για κράτη τα οποία έχουν δομικά υποδεέστερο ρόλο στο παγκόσμιο σύστημα, όπως οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, δεν μπορεί παρά να υπάρχει μια αντιιμπεριαλιστική διάσταση στους διάφορους αγώνες και κινήματα. Στη βάση την ανάλυσης μας άλλωστε, οφείλουμε να κατανοήσουμε τον ιμπεριαλισμός ως μία διάσταση της πάλης των τάξεων, όχι ως ένα φαινόμενο που λειτουργεί αντιπαραθετικά αυτής. Ακόμα και έτσι όμως, το επίδικο των σημερινών αγώνων (με λιγοστές εξαιρέσεις όπως αυτές των Παλαιστίνιων και των Κούρδων) δεν είναι πλέον η ανεξαρτησία, δηλαδή η συγκρότηση ενός λαού που θα αποτελέσει τον κορμό ενός σύγχρονου (δημοκρατικού ή ακόμα και σοσιαλιστικού) κράτους, αλλά η αντίσταση στην εμπέδωση της κυριαρχίας του κεφαλαίου, είτε μέσω υπεράσπισης τοπικών δομών είτε μέσω γραμμών φυγής (δυο μορφές αγώνα που μπορεί και να αλληλεπικαλύπτονται όπως στην περίπτωση των Zapatistas). Μάλιστα, σε όσα υποδεέστερα κράτη ο αντιιμπεριαλισμός αποκτά σημαίνον ρόλο ως ηγεμονεύον λόγος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα κράτη σαν τη Βενεζουέλα ή την Κούβα, αυτός λειτουργεί τόσο ως λόγος διαχείρισης των εσωτερικών αντιφάσεων και εντάσεων που υπάρχουν όσο και ως γραμμή φυγής και αντίστασης σε μια υφιστάμενη δομή κυριαρχίας

Έχοντας σκιαγραφήσει τη θέση περί μετάβασης σε μία νέα διεθνή δομή κυριαρχίας, είναι απαραίτητο να επαναλάβουμε ότι ο νέος ιμπεριαλισμός του κεφαλαίου αποτελεί τάση και όχι ολοκληρωμένη κατάσταση. Μάλιστα, είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο μπορεί ποτέ να ολοκληρωθεί. Αν το κεφάλαιο είναι (πέρα από οτιδήποτε άλλο) μία δομή εξουσίας παραμένει γεγονός ότι η αποσπασματικότητα και η πολλαπλότητα του, δηλαδή το ότι δεν έχει μία ενιαία πηγή αλλά εμφανίζεται σε διαφορετικά μέρη, σημαίνει ότι η πραγματοποίηση του πάντα διαμεσολαβείται από διακριτές μορφές και όχι από μία ενιαία πολιτική Ολότητα. Με απλά λόγια, από κράτη και όχι ένα παγκόσμιο κράτος. Για αυτόν τον λόγο και τα έθνη-κράτη δεν έχουν χάσει  τη σημασία τους, για αυτό και η παγκοσμιοποίηση είναι μία αντιφατική διαδικασία που παράγει εθνικισμό αντί να τον εξαφανίζει (όπως οι αισιόδοξοι κήρυκες της κάποτε φώναζαν). Έτσι, μπορεί ο διακρατικός ανταγωνισμός σήμερα (ακόμα περισσότερο από την εποχή του κλασικού ιμπεριαλισμού) να μην αφορά εδαφική κυριαρχία όσο τη θέση στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα, παραμένει όμως να είναι ανταγωνισμός κρατών ο οποίος περιέχει ως εγγενή του δυνατότητα έναν (ενδεχομένως παγκόσμιας κλίμακας) πόλεμο. Έπεται ότι παρόλο που ως πραγματοποιημένη καθολικότητα το κεφάλαιο έχει επεκταθεί σε όλο τον πλανήτη, η Αυτοκρατορία του Κεφαλαίου δεν μπορεί να αποκτήσει πολιτική μορφή που να αντιστοιχεί στον ορισμό της. Αυτή η ένταση μεταξύ πραγματοποιημένης ιμπεριαλιστικής καθολικότητας και εσωτερικών διαφοροποιήσεων που την διασπούν χωρίς να την καταλύουν είναι η ιστορική μορφή πραγμάτωσης του Καπιταλιστικού Πολιτισμού.

Αν λοιπόν ένα κράτος σήμερα μπορεί να θεωρηθεί ιμπεριαλιστικό στον βαθμό που κατέχει ηγεμονική και σημαίνουσα (οικονομική, πολιτική, στρατιωτική αλλά και πολιτισμική) θέση στην αναπαραγωγή της Αυτοκρατορίας του Κεφαλαίου, φαντάζει λίγο περίεργο να θεωρηθεί η Ελλάδα ιμπεριαλιστική. Για την ακρίβεια, όπως και αν εννοηθεί η έννοια του ιμπεριαλισμού, το να λέγεται ότι η Ελλάδα  είναι ιμπεριαλιστικό κράτος σήμερα καταντάει τη λέξη άνευ νοήματος. Το ελληνικό κράτος βρίσκεται πλέον σε θέση υποτέλειας και το να το αρνούμαστε αυτό είναι πολιτική μυωπία. Αυτό δεν αλλάζει από το γεγονός ότι τα Μνημόνια δεν επιβλήθηκαν μόνο από τα έξω αλλά αποκρινόντουσαν σε χρόνια και πάγια αιτήματα του  ντόπιας αστικής τάξης ούτε από το ότι η παραμονή στην ΕΕ αποτελεί στρατηγική επιλογή των κυρίαρχων μερίδων του ελληνικού κεφαλαίου. Αλλοίμονο άλλωστε αν ένα κράτος θεωρείται ιμπεριαλιστικό απλά και μόνο επειδή κάποιες εταιρείες του έχουν επεκτείνει τις δραστηριότητες  τους  στο εξωτερικό· το θέμα αφορά την πολιτική δύναμη και βαρύτητα (τα οποία φυσικά σαφώς και έχουν σχέση και με το οικονομικό μέγεθος). Αυτή τη στιγμή το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να ακολουθήσει μία αυτοδύναμη πολιτική, κάτι που φυσικά δεν έχει να κάνει με το νόμισμα αλλά με το χρέος και την ένταξη μέσα στην υπερεθνική δομή της ΕΕ.

Το πραγματικό ζήτημα είναι κατά πόσο η επιδίωξη μία τέτοιας αυτοδύναμης πολιτικής πρέπει να αποτελεί κομμάτι ενός χειραφετικού και επαναστατικού προτάγματος. Για να απαντηθεί η ερώτηση χρειάζεται να αφήσουμε πίσω μας εύκολους αφορισμούς και μία συνθηματική σκέψη. Πάντως θεωρούμε ότι η ιδέα μίας αποδέσμευσης που θα επιτρέψει την αυτοδύναμη εθνική ανάπτυξη δεν απαντάει στα προβλήματα που η ιστορική συγκυρία θέτει. Ή μάλλον απαντά με προβληματικό τρόπο, καθώς σήμερα περισσότερο από ποτέ χρειάζεται να πειραματιστούμε με τρόπους που το εθνικό κέλυφος της πολιτικής θα σπάσει. Σε αυτό το πλαίσιο, ο αντιιμπεριαλισμός με την κλασική του μορφή δεν βοηθά ούτε στο να κατανοήσουμε την υποτελή θέση του ελληνικού κράτους σήμερα ούτε ως πρακτική αντίστασης. Αντίθετα, συνεισφέροντας στην εθνικοποίηση των αγώνων, θα λέγαμε ότι λειτουργεί αποπροσανατολιστικά και επιζήμια. Αν είναι να διατηρηθεί η έννοια του αντιιμπεριαλισμού πρέπει να υποστεί σημαντική θεωρητική ανανέωση και να αποτινάξει, χωρίς να απαξιώνει, την ιστορική της κληρονομιά.

Κενός Κύκλος

Δημόσιος απολογισμός των πρώτων δύο χρόνων λειτουργίας της Αναρχικής Ομοσπονδίας

Δημόσιος απολογισμός των πρώτων δύο χρόνων λειτουργίας της Αναρχικής Ομοσπονδίας

Έχει έρθει, κατά την άποψή μας, ο χρόνος για την δημόσια παρουσίαση της αποτίμησης της δημιουργίας και της λειτουργίας της Αναρχικής Ομοσπονδίας. Ο λόγος που προτάσσει κάτι τέτοιο είναι διπλός. Αφενός, αποτελεί αναγκαιότητα με βάση το πολιτικό ήθος και την ελευθεριακή κουλτούρα που ως αναρχικοί προσπαθούμε να έχουμε. Αφετέρου, η οικειοποίηση, τόσο από εμάς όσο και από το υπόλοιπο κίνημα, της εμπειρίας που επίπονα κατακτήθηκε από τη μέχρι τώρα πορεία του οργανωτικού εγχειρήματος αποτελεί ουσιώδη ανάγκη. Οφείλουμε λοιπόν σήμερα να ορίσουμε επιτυχίες και αποτυχίες, διαψεύσεις και νίκες, αναπόφευκτα όσο και απερίσκεπτα λάθη.

Στην επαναστατική ιστορία τίποτα δεν είναι καινούριο αλλά και τίποτα δεν είναι αντίγραφο μιας παλιάς ιστορίας. Η εμπειρία των εγχειρημάτων είναι ένα εργαλείο που μόνο διαλεκτικά μπορεί να είναι χρήσιμο: ο απολογισμός και η αποτίμηση των ήδη γενομένων έχει αξία για τους αγωνιζόμενους, πρώτα από όλα ως εργαλείο για το μέλλον – το τι έγινε έχει σημασία για το τι μπορεί να γίνει.

Η ανάλυση της «πρωτοβουλίας των 4 ομάδων» που οδήγησε στην αρχή της οργανωτικής προσπάθειας παραμένει και σήμερα διαυγής. Οι δυνατότητες, η ορμή, ο πλούτος που ο αναρχικός χώρος φέρει, αλλά και τα όρια, οι αδυναμίες και οι ανεπάρκειες μας, συνεχίζουν, κατά τη γνώμη μας, να βρίσκονται εκεί και να μας κοιτάν όλες και όλους στα μάτια.

Αυτό το κείμενο αποτίμησης σηματοδοτεί για εμάς την ολοκλήρωση αυτού που στο ιδρυτικό μας συνέδριο το 2015 ορίσαμε ως «πειραματική περίοδο» της Αναρχικής Ομοσπονδίας, μιας περιόδου, δηλαδή, που de facto κάθε μας κίνηση, κάθε μας δομή, κάθε μας πρωτοβουλία θα ήταν πειραματική, ακριβώς επειδή καμία και κανένας μας δε το είχε ξανακάνει, καμία και κανένας μας δεν είχε μία έτοιμη συνταγή. Με το παρόν κείμενο, λοιπόν, ανακοινώνουμε τα αποτελέσματα αυτού του «πειράματος» και με βάση τη νέα πραγματικότητα προχωράμε στο 1ο τακτικό συνέδριο της Α.Ο. που θα καθορίσει την οριστική της φυσιογνωμία.

Ξεκινώντας το κείμενο παρουσίασης και αποτίμησης της ως τώρα λειτουργίας της Αναρχικής Ομοσπονδίας, θα ήταν εσφαλμένο και ανειλικρινές να μην παραδεχθούμε δημόσια ότι το αρχικό σχέδιο πάνω στο οποίο δομήθηκε ο σχηματισμός της Αναρχικής Ομοσπονδίας έχει αποτύχει. Το αρχικό σχέδιο -που από κοινού οι συλλογικότητες που συμμετείχαμε δομήσαμε- ανταποκρίνονταν σε μία άλλη συνθήκη και, αναγκαστικά -όπως συχνά συμβαίνει όταν οι σχεδιασμοί προσκρούουν στην πραγματικότητα- έχει ριζικά αλλάξει.

 

Από την πρωτοβουλία των 4 ομάδων έως την διάσπαση των δύο πανελλαδικών εγχειρημάτων…

 

Η διαδικασία

Τέσσερις συλλογικότητες, μετά από κοινή πορεία αρκετών χρόνων στην «Συνέλευση Αναρχικών για την κοινωνική αυτοδιεύθυνση» (την τελευταία, μέχρι σήμερα, τέτοιου τύπου συνέλευση συλλογικοτήτων) ξεκίνησαν μια θαρραλέα προσπάθεια υπέρβασης αυτού που εκείνες, και όλες οι υπόλοιπες που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα αυτών, αντιλαμβάνονταν ως όλο και πιο ορατό πολιτικό αδιέξοδο του χώρου.

Οι πολύμηνες ζυμώσεις των 4 ομάδων, παρά τις διαφορετικές στρατηγικές πάνω στο επίδικο (διαφορές που εν μέρει άφησαν την ηχώ τους στη συνέχεια της προσπάθειας) οδήγησαν στην παραγωγή ενός αρχικού καλέσματος, δομημένο πάνω σε 7 σημεία, τα οποία αποτελούσαν το πολιτικό προαπαιτούμενο συμμετοχής μίας συλλογικότητας στην οργανωτική προσπάθεια. Το γεγονός ότι προαπαιτούμενα για τη συμμετοχή ήταν ξεκάθαρες πολιτικές θέσεις και αποδοχή του μοντέλου της ομοσπονδιακής προσέγγισης (του οποίου ο καθορισμός αφέθηκε ολοκληρωτικά στις διαδικασίες που ακολούθησαν) ήταν η καλύτερη απόδειξη -πολύ περισσότερο από τις όποιες διαβεβαιώσεις έδιναν οι 4 ομάδες- ότι η οργανωτική προσπάθεια ουδέποτε είχε ως στόχο να «ενοποιήσει τον χώρο». Η ζητούμενη οργάνωση δεν θα βασιζόταν στη λογική του «συνθετισμού», δεν θα αφορούσε όλους/ες τους/τις αναρχικούς/ες συντρόφους/ισσες. Αφορούσε τα σχήματα που έβλεπαν τον εαυτό τους μέσα στα 7 σημεία: ήταν, κατά συνέπεια, μια απόπειρα να οργανωθεί μια συγκεκριμένη πολιτική τάση μέσα στο αναρχικό κίνημα. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν την ορθότητα αυτής της επιλογής, όπως θα περιγράψουμε παρακάτω.

Η προσπάθεια παρουσιάστηκε σε μια μεγάλη εκδήλωση στην ΑΣΟΕΕ, όπου 40 και πλέον αναρχικές ομάδες από όλη την Ελλάδα παρευρέθηκαν και τοποθετήθηκαν για το θέμα. Σε αυτήν αναδείχτηκαν αρκετές διαφορετικές απόψεις. Κάποιες από τις παρευρισκόμενες συλλογικότητες δεν συμφωνούσαν με κάποια από τα 7 σημεία, ενώ κάποιες δε συμφωνούσαν με το «ομοσπονδιακό μοντέλο» και προέταξαν μια λογική «πανελλαδικού δικτύου».

Είκοσι μία (21) συλλογικότητες αποδέχτηκαν το κάλεσμα της «πρωτοβουλίας των 4» και ξεκίνησαν τελικά το εγχείρημα που κατέληξε στην δημιουργία τόσο της Αναρχικής Ομοσπονδίας, όσο και της Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης.

Η διαδικασία ξεκίνησε με τον αυτο-ορισμό της. Κάθε ομάδα καλέστηκε να φέρει μια λίστα με θέματα επάνω στα οποία εκείνη θεωρούσε απαραίτητο να τοποθετηθεί το υπό διαμόρφωση πανελλαδικό εγχείρημα, έτσι ώστε να μπορεί να υπάρξει μια αναρχική ομοσπονδία με πλήρες περιεχόμενο, κοινό σχέδιο και αποτελεσματικές δομές. Τα θέματα αυτά συντέθηκαν κι έτσι καθορίστηκε η κοινή ατζέντα που θα έπρεπε να συζητηθεί κομμάτι-κομμάτι, και η οποία περιλάμβανε περισσότερα από 30 θέματα που κάλυπταν σχεδόν το σύνολο της αναρχικής πολιτικής υπόστασης, της στρατηγικής και των πιθανών δομών. Για κάθε ένα από αυτά τα θέματα, η κάθε ομάδα έπρεπε να τοποθετηθεί γραπτά. Η διαδικασία δομήθηκε με διήμερες πανελλαδικές συναντήσεις περίπου ανά δίμηνο, ενώ οι τοποθετήσεις και μέρος της ζύμωσης γίνονταν μέσω δικτυακού φόρουμ. Για κάθε ένα από τα θέματα της ατζέντας γινόταν μια πρώτη κουβέντα εκπροσώπων στις συναντήσεις και έβγαινε μια διασυλλογική ομάδα που αναλάμβανε να συνθέσει τις απόψεις, να παρουσιάσει τον κοινό τόπο, αυτός να περάσει από ένα δεύτερο στάδιο συζήτησης, να καταλήξει και να εγκριθεί από τις συνελεύσεις των ομάδων μετά το διήμερο. Η διαδικασία ήταν εξαντλητική. Κάθε ομάδα έπρεπε να συζητήσει στο εσωτερικό της κάθε θέμα της ατζέντας, να καταλήξει σε τοποθέτηση για αυτό, και να την αποτυπώσει σε κείμενο. Από εκεί και πέρα, εκπρόσωποί της ταξίδευαν ως την Αθήνα και επί 2 ημέρες από το πρωί ως το βράδυ διαπραγματεύονταν τις θέσεις της. Στο τέλος έπρεπε να ξανασυζητήσει το τελικό αποτέλεσμα.

Παρά τη δυσκολία και τον κόπο, όμως, δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να γίνει αλλιώς, πιο γρήγορα ή πιο επιφανειακά, εφόσον ο στόχος ήταν μια πολιτικά συνεκτική ομοσπονδιακή δομή. Μεταξύ αναρχικών συλλογικοτήτων ήταν κοινά αποδεκτό ότι κάθε θέμα που θεωρούνταν σημαντικό από κάθε ομάδα, έπρεπε να τεθεί στο τραπέζι. Κάθε θέμα έπρεπε να συζητηθεί όσο χρειαζόταν για να παραχθεί, μέσω μακράς ζύμωσης, μία κοινότητα τοποθετήσεων. Με το βλέμμα στο αφορμαλιστικό παρελθόν, που οτιδήποτε «αφήνονταν στην άκρη για να μην σκοτωθούμε», αποφασίσαμε να μην αφήνουμε διαφωνίες κάτω από το τραπέζι. Με το βλέμμα στο μέλλον, όλες και όλοι μαζί οφείλαμε να κλείσουμε όσες περισσότερες «πληγές» μπορούσαμε, ώστε να πορευτούμε όσο το δυνατόν πιο απερίσπαστοι στο δύσβατο δρόμο που το κίνημα έχει μπροστά του σε καιρό κρίσης.

 

Προβλήματα και αδιέξοδα

Πολύ γρήγορα άρχισαν να φαίνονται οι πρώτες αδυναμίες και δυσκολίες. Κάποιες είχαν προβλεφτεί – κάποιες όχι. Το αρχικό κάλεσμα αφορούσε αποκλειστικά συλλογικότητες και μάλιστα αυστηρά πολιτικές. Η λογική πίσω από την απεύθυνση του καλέσματος μόνο σε πολιτικές ομάδες -η οποία οδηγούσε σε αποκλεισμό σχημάτων όπως καταλήψεις και στέκια ή αντισεξιστικές/ αντιφασιστικές κ.ά ομάδες- που δεν έδιναν στον εαυτό τους τον χαρακτηρισμό της πολιτικής ομάδας βασίστηκε πάνω στην πρόβλεψη του ότι τέτοια μορφώματα δεν θα ήταν δυνατό να διαχειριστούν μια τέτοια ατζέντα -κάτι το οποίο είναι πολύ λογικό λόγω της δομής τους, της σύστασής τους και της στόχευσης τους. Σήμερα είμαστε σίγουροι ότι αν υπήρχαν ανάμεσα μας τέτοια πολυσυλλεκτικά σχήματα αγώνα, η διαδικασία συνδιαμόρφωσης και απόφασης θα ήταν από εξαιρετικά δυσκολότερη ως ανέφικτη. Μέσα στις μακρές διαδικασίες φάνηκε ότι ακόμα και οι ίδιες οι πολιτικές ομάδες που συμμετείχαν είχαν πολύ μεγάλη ανομοιογένεια στις τοποθετήσεις τους επάνω στις θεματικές και στις προτεινόμενες δομές. Θέματα που σε κάποιες ομάδες είχαν δουλευτεί σοβαρά, για άλλες ήταν terra incognita, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε συνέχεια αντιμέτωποι με διαφορές εννοιολόγησης και κωδικοποίησης που μπλόκαραν την εξέλιξη και οδηγούσαν σε παρεξηγήσεις.

Αυτή η ανομοιογένεια, όμως, ήταν πολύ ευρύτερη από εκείνη των «δυνατοτήτων θεωρητικής παραγωγής». Υπήρχαν ομάδες με εντελώς ανομοιογενείς ποσοτικές δυνάμεις, με κάποιες να αριθμούν δεκάδες μέλη και κάποιες λιγοστά, γεγονός που δημιουργούσε τεράστιο βάρος για τις δεύτερες, τόσο για την προετοιμασία των θέσεων τους όσο και για την εκπροσώπησή τους. Υπήρχαν ομάδες που έκαναν εκτενή προετοιμασία και ζύμωση στο εσωτερικό τους και άλλες που έρχονταν με πρόχειρες κατευθύνσεις από τη συλλογικότητά τους και βασίζονταν στον αυτοσχεδιασμό των εκπροσώπων τους. Υπήρχαν ομάδες που πρακτικά είχαν αφοσιωθεί αποκλειστικά στην οργανωτική προσπάθεια και άλλες που παρότι είχαν πλούσια δική τους δράση, δε ένιωθαν αυτή την προσπάθεια ως προτεραιότητα με τον ίδιο τρόπο. Από την αρχή ήταν δεδομένος στόχος για όλους μας οι ομάδες να συνεχίσουν να υπάρχουν ως τέτοιες, να συνεχίσουν να παράγουν το πολιτικό τους έργο, να μιλάν, να δρουν. Το αποτέλεσμα, όμως, της ανομοιογένειας στην προτεραιοποίηση του πανελλαδικού εγχειρήματος ήταν κάποια σχήματα αφοσιωμένα στην οργανωτική προσπάθεια να παραμελήσουν τον πολιτικό τους αγώνα, ενώ άλλα να παραμελήσουν τις διαδικασίες. Ένα είναι σίγουρο: το μέγεθος του κόπου και του χρόνου που απαιτούσε αυτή η προσπάθεια είχε εξ αρχής υποτιμηθεί.

Επιπλέον, ένα άλλο πρόβλημα που ανέκυψε, εμφανές σε κάθε πολιτική διαδικασία, αφορούσε την κατανομή εργασίας μέσα στις ίδιες τις συλλογικότητες. Σύντομα, για μέρος των ομάδων, οι εκπροσωπήσεις είχαν παγιωθεί: ήταν συνεχώς οι ίδιοι άνθρωποι που αναλάμβαναν τον φόρτο της εκπροσώπησης. Αυτό παρήγαγε στο εσωτερικό των κυττάρων της ομοσπονδίας δύο ταχύτητες: κάποιοι που ζούσαν την προσπάθεια και κάποιοι που την έβλεπαν μέσα από τα μάτια των πρώτων.

 

Τα καφενεία από το παράθυρο

Η οργανωτική προσπάθεια της αναρχικής ομοσπονδίας θεωρούσε και θεωρεί τον εαυτό της ως μέρος του αναρχικού κινήματος και όχι ως κάτι που έρχεται να το υποκαταστήσει ή να προσπαθήσει να λειτουργήσει σε πολιτικάντικη αντιδιαστολή μαζί του. Σχήματα που δεν είχαν ποτέ πριν επικοινωνήσει και συνδιαμορφώσει μεταξύ τους, σχήματα με μεγάλη ιστορία κοινής δράσης αλλά και σχήματα που είχαν ενεργές συγκρούσεις και καχυποψία μεταξύ τους κάθισαν όλα μαζί στο ίδιο τραπέζι διαλόγου. Αυτό ήταν κάτι που, φυσικά, είχε προβλεφθεί. Από την πρώτη στιγμή αποτέλεσε ζήτημα που θα μπορούσε δυνητικά να καταστρέψει όλο το εγχείρημα, αν δεν αντιμετωπιζόταν από όλους και όλες με σοβαρότητα. Ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε αυτή η πρόκληση ήταν ο σχεδιασμός και η υλοποίηση μιας στιβαρής πολιτικής διαδικασίας που θα μετουσίωνε συγκρούσεις και έριδες σε συγκεκριμένες διαφωνίες προς συζήτηση και σύνθεση. Αλλά ό,τι και να κάνει κανείς με τις διαδικασίες, για να μπορεί να υπάρξει συνέχεια απαιτείται ένα μίνιμουμ «καλής πρόθεσης». Και αυτό το μίνιμουμ το ονομάσαμε «επανεκκίνηση σχέσεων». Ουσιαστικά, όλοι και όλες μαζί συμφωνήσαμε να αφήσουμε στο παρελθόν υπάρχουσες κόντρες και πολιτικές (ή και μη) αντιπάθειες, και να επανεκκινήσουμε τις σχέσεις μας με όλες τις συλλογικότητες που συμμετείχαν στο εγχείρημα. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αυτή η προσέγγιση δούλεψε πολύ αποτελεσματικά. Οι διαδικασίες προχώρησαν και μια πραγματικότητα διαφορετική από τους “σκυλοκαυγάδες” κάπου ανάμεσα στο πολιτικό και το προσωπικό που σοβούν στο μικρό χωριό του αναρχικού χώρου, έγινε εφικτή. Κι αυτό ήταν μια από τις σημαντικότερες εμπειρίες που αποκομίσαμε. Ναι, είναι εφικτό για τους αναρχικούς και τις αναρχικές στις σημερινές συνθήκες να υπερβούν την πολιτικοκοινωνική μιζέρια ενός μικρού χωριού με τις βεντέτες και τις μάχες κουτσομπολιού στα καφενεία και το Ιndymedia. Κι όλα αυτά, ενώ έξω από τις διαδικασίες η πραγματικότητα κυλούσε στην «φυσιολογική» της μορφή. Ομάδες συνέχιζαν να συγκρούονται, ζητήματα συνέχισαν να δημιουργούν «πάγο» μεταξύ συλλογικοτήτων.

Η επιρροή που είχε το υπόλοιπο αναρχικό κίνημα πάνω στο εγχείρημα συνολικά, στις συλλογικότητες που το απάρτιζαν και τα άτομα τους δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Όλες οι ομάδες του οργανωτικού εγχειρήματος ουδέποτε θέλησαν να αποσχιστούν από το αναρχικό κίνημα: κινούνται μέσα σε αυτό γενικά, και σε διαφορετικά πεδία του συγκεκριμένα. Συντρόφισσες και σύντροφοι που συμμετείχαν στις ομάδες της ομοσπονδίας βρίσκονταν και σε άλλα εγχειρήματα (σωματεία, συνελεύσεις γειτονιάς, καταλήψεις, στέκια, άλλες συνελεύσεις). Το οργανωτικό εγχείρημα από το πρώτο λεπτό του είχε να αντιμετωπίσει εκτός από την αυτονόητη πολιτική κριτική και ένα νέφος

ιδιωτικών επιθέσεων. Το «τι δουλειά έχετε εσείς/εσύ με ΑΥΤΟΥΣ/ΟΝ» ήταν κυρίαρχη επωδός, όπου το «ΑΥΤΟΙ» με τον ένα ή τον άλλο τρόπο περιλάμβανε κάθε σχεδόν ομάδα που συμμετείχε και πολλά μεμονωμένα μέλη τους. Η διαδικασία παρόλα αυτά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κράτησε κλειστή την πόρτα στις εμπάθειες ανάμεσα σε άτομα και το καφενειακό λασπόλουτρο. Το παράθυρο όμως δεν μπορούσε να κλείσει. Και αργά και σταθερά τροφοδοτούσε ένα υπόβαθρο ρήξης που δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί ούτε με «καλή πρόθεση» ούτε με διαδικαστικά μέτρα.

 

In vitro

Κάθε μεγάλη απόπειρα που πατάει στα πόδια της έχει για αρχή ένα σημαντικό κεφάλαιο: τον ενθουσιασμό. Και η οργανωτική προσπάθεια έκανε την καλύτερη δυνατή χρήση αυτού του εργαλείου. Χωρίς αυτόν, μια διαδικασία τόσο πλατιάς ζύμωσης ανάμεσα σε πολιτικές ομάδες θα ήταν αδύνατη. Ο ενθουσιασμός, όμως, κάποτε φθίνει, και τότε είναι μόνο η πραγματικότητα που μπορεί να δώσει το απαραίτητο καύσιμο που θα τον αντικαταστήσει. Εδώ ήταν, κατά την εκτίμησή μας, η μεγαλύτερη αδυναμία της διαδικασίας: Η αποστείρωση από την πράξη. Ο εγκλεισμός σε έναν πολιτικό δοκιμαστικό σωλήνα.

Για πολύ καιρό, παρά τις επίμονες προτάσεις μέρους των ομάδων, δεν έγινε εφικτό να συμφωνηθεί ένα παράλληλο πλάνο δράσης όλων όσων συμμετείχαν στην προσπάθεια. Οι κοινότητες που κατακτιόνταν στη θεωρία δεν έβρισκαν κανένα αντίστοιχο στην πράξη. Και κατά συνέπεια η ίδια η σημασία τους υποβαθμίζονταν. Για τους αναρχικούς το βασικό πεδίο είναι ο δρόμος. Ο δρόμος είναι αυτός που σφραγίζει την κοινότητα. Χωρίς τον δρόμο, ένα σύνολο ετερόκλητων ομάδων παραμένει ένα σύνολο ετερόκλητων ομάδων. Αφού, λόγω της έλλειψης κοινής δράσης, δεν μπόρεσε να στεριώσει ουσιωδώς μια νέα κοινότητα, το κενό του αρχικού ενθουσιασμού άρχισε να γεμίζει από κόπωση και οι εξωτερικές και εσωτερικές αποδομητικές επιρροές άρχισαν να κατακτούν έδαφος. Για να το πούμε απλά: αν με άλλους συζητάς και με άλλους πράττεις, αυτά τα δύο αργά ή γρήγορα θα έρθουν σε ρήξη.

Εντός του κόλπου της υπό διαμόρφωση κοινότητας, υπήρχε σταθερά αντίλογος για την πιθανότητα κοινής πράξης πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας, εκφρασμένος από συγκεκριμένες ομάδες -και θα ήταν ανόητο αν λέγαμε ότι ήταν απολύτως παράλογος: η κοινότητα της δράσης απειλούσε να υπερκεράσει την αναζήτηση πολιτικής κοινότητας, η διαδικασία έπρεπε να ολοκληρωθεί πριν περάσει στο επόμενο στάδιο. Αλλά και ο αντίστροφος αντίλογος που ερχόταν από έξω και μας προέτρεπε να τελειώνουμε με τα λόγια και να βγάλουμε ένα πρόχειρο κείμενο, ώστε να ριχτούμε στον αγώνα, επίσης δεν ήταν παράλογος. Η στάση όμως αυτή, και στις δυο εκδοχές της, λογικοφανής μέσα στην γραμμικότητά της, αγνοούσε τη διαλεκτική φύση του αγώνα, την αδιάσειστη σχέση θεωρίας και πράξης, τους αληθινούς όρους χτισίματος κοινότητας και όχι μόνο συμφωνίας ή σύμπραξης.

Σήμερα κρίνουμε ότι το ρίσκο (που πράγματι υπήρχε) να υπονομευτεί η πολιτική ζύμωση μέσω της κοινής δράσης έπρεπε να είχε παρθεί. Αν στο αναρχικό κίνημα βλέπουμε συχνά την αποτυχία των κοινοτήτων που βασίζονται μόνο στο πρακτικό, στο οργανωτικό εγχείρημα είδαμε την αντίστροφη αποτυχία. Κι αυτό είναι μια πολύ σημαντική παρακαταθήκη εμπειρίας για το πως «γίνονται αυτά τα πράγματα».

 

Προς τη ρήξη

Πέντε από τις 21 ομάδες που ξεκίνησαν στο εγχείρημα αποχώρησαν στην πορεία, άλλες για πολιτικές διαφωνίες κι άλλες για διαφωνίες επί των διαδικασιών. Με δεδομένο ότι η διαδικασία ήταν κλειστή και έως ότου ολοκληρωθεί -επί δύο χρόνια δηλαδή- καμία νέα ομάδα δεν μπορούσε να μπει, αυτό σήμαινε ότι στο εγχείρημα συνεχίσαμε 16 ομάδες. Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό δείγμα υγείας το οποίο διατηρήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας, που έχει σημασία να αναφερθεί: μέχρι λίγο καιρό πριν τη διάσπαση δεν είχαν διαμορφωθεί πόλοι. Τα «μέτωπα κοινών θέσεων» διαφοροποιούνταν από θέμα σε θέμα της ατζέντας. Ομάδες που τα έβρισκαν στο ένα “τραπέζι” συγκρούονταν στο άλλο. Ο κίνδυνος εμφάνισης φραξιονισμού είχε προβλεφθεί από την αρχή και υπήρχε στο μυαλό όλων. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που μετά την απόρριψη της πρότασης για κοινή δράση, που αναφέρθηκε παραπάνω, οι συλλογικότητες που την πρότειναν απέφυγαν να συμπράξουν ξεχωριστά για να μην εισαχθεί αυτό το τόσο συνηθισμένο μικρόβιο στους επαναστατικούς κύκλους.

Καθώς όμως η κούραση, μετά από 2 χρόνια κάματου χωρίς αντίκρισμα, άρχισε να κυριαρχεί, και ενώ οι εξωτερικές φθοροποιές πιέσεις συσσωρεύονταν, οι ιδιαίτερες ατζέντες των ομάδων πήραν κεφάλι από την όποια κοινότητα είχε φτιαχτεί. Συγκρούσεις και υπόλοιπα του μακρινού παρελθόντος βρήκαν έδαφος ανάπτυξης και μετέτρεψαν τις τελευταίες 2-3 πανελλαδικές διαδικασίες σε πεδίο συνεχιζόμενων συγκρούσεων, συχνά πολύ κακής ποιότητας. Σε αυτό συνέτεινε και το γεγονός ότι οι «δυσκολότερες» θεματικές όπως η δομή της ομοσπονδίας είχαν αφεθεί για το τέλος.

Στο κέντρο της ρήξης βρέθηκε μια κεντρική διαφωνία σε σχέση με την αυτονομία ή μη των περιφερειών της Ομοσπονδίας. Μια διαφωνία που αναδείκνυε την ύπαρξη ρήγματος τόσο σχετικά με τη φυσιογνωμία της επιθυμητής οργάνωσης, όσο και για τις σχέσεις της με το υπόλοιπο αναρχικό κίνημα και τον τρόπο λειτουργίας της μέσα σε αυτό. Η διαφωνία αυτή ήταν μια συνηθισμένη στις επαναστατικές οργανώσεις ανά την ιστορία διαφωνία, που δεν μπορούσε όμως να καλυφθεί με ημίμετρα και έντεχνες διατυπώσεις, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες όλων.

Ήταν αναπόφευκτη, λοιπόν, η διάσπαση του εγχειρήματος σε δύο διαφορετικά μορφώματα; Και ναι και όχι.

Ο μόνος τρόπος που μία τόσο σημαντική διαφωνία θα μπορούσε ίσως να ξεπεραστεί θα ήταν να αφήσεις την πράξη να σε καθοδηγήσει. Δηλαδή, με καταγεγραμμένες τις διαφορετικές θέσεις, με μια πλευρά να υποχωρεί εν μέρει και με την κοινή δέσμευση ότι αν η πράξη δεν επιβεβαιώσει την επιλογή στην πρώτη «πειραματική περίοδο» τότε θα δοκιμαστεί ο άλλος δρόμος. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο χρειάζεται μια ισχυρή κατακτημένη κοινότητα, μια κατακτημένη εμπιστοσύνη, χρειάζεται ο αρχικός ενθουσιασμός που όταν όντως προέκυψε η διαφωνία πλέον δεν υπήρχε. Στη θέση του είχαν διαμορφωθεί για πρώτη φορά 2 πόλοι.

Την ίδια στιγμή που είχαν εμφανιστεί ή επανέλθει ρήξεις ανάμεσα σε ομάδες στην Αθήνα, τη Θεσ/νικη, την Πάτρα, και που οι ομάδες αυτές είχαν χωριστεί στη μία ή την άλλη άποψη για την αυτονομία των περιφερειών, η επιλογή ήταν είτε μία εξαναγκασμένη “ενότητα” είτε ένας αξιοπρεπής διαχωρισμός.

Η πρόταση για το διαχωρισμό των δύο μορφωμάτων προήλθε από ομάδες που συνέχισαν στην Αναρχική Ομοσπονδία και πραγματοποιήθηκε υποδειγματικά από όλες/ους, όπως οφείλει να συμβαίνει ανάμεσα σε αναρχικούς και όπως σπανίως συμβαίνει στην πραγματικότητα. Κι όσο κι αν ακούγεται ειρωνικό, η καθημερινότητα των πολιτικών ρήξεων ανάμεσα σε συλλογικότητες στο αναρχικό κίνημα αναδεικνύει από μόνη της τη σημασία που έχει το πώς τελειώνει ένα εγχείρημα, το αν τραβάει ο καθένας το δρόμο του κρατώντας την κληρονομιά που θεωρεί και δική του ή αν γίνεται τσίρκο.

Η διάσπαση της οργανωτικής προσπάθειας σηματοδότησε το τέλος του αρχικού οργανωτικού εγχειρήματος, αλλά παράλληλα ανέδειξε το πολιτικό του βάθος και τον πολιτισμό του.

 

Η δημιουργία της Αναρχική Ομοσπονδίας

Η διάσπαση στο οργανωτικό εγχείρημα οδήγησε στη δημιουργία δύο οργανώσεων. Η Αναρχική Ομοσπονδία (Α.Ο.) πραγματοποίησε το ιδρυτικό συνέδριό της στις 3 & 4/10/2015, ξεκινώντας έτσι να λειτουργεί. Η Α.Ο. βρέθηκε με το ξεκίνημά της σε ένα δύσκολο για την ίδια περιβάλλον: Ήταν απότοκο μιας διαδικασίας που φιλοδοξούσε να οργανώσει μια πολιτική τάση μέσα στο αναρχικό κίνημα, αλλά αυτό, μετά από μια κλειστή διαδικασία 2 ετών που οδήγησε σε διάσπαση, είχε γίνει πολιτικά αδύνατο έχοντας ξοδέψει το κεφάλαιο ενθουσιασμού που αρχικά διέθετε κι έχοντας αποτύχει, όσο κοντά κι αν έφτασε, να ξεπεράσει τις δομικές αδυναμίες των κυττάρων της, δηλαδή των αναρχικών συλλογικοτήτων όπως αυτές υπάρχουν στις σημερινές συνθήκες.

Η «ανακούφιση» που όλοι νιώσαμε όταν ο αρχικός στόχος της οργανωτικής προσπάθειας οδήγησε σε αποτέλεσμα, με το ιδρυτικό συνέδριο να είναι για όλες και όλους μας μία γιορτή, δεν εξασφάλιζε χρόνο εσωτερικής ανοχής ώστε να λυθούν οι χρονίζοντες γρίφοι.

Το αρνητικό κλίμα των τελευταίων πανελλαδικών διαδικασιών κληρονομήθηκε, μαζί με όλες τις άλλες αδυναμίες. Ακόμα, οι συλλογικότητες ήταν εντελώς ανομοιογενείς σε δυναμική, σε διαδικασίες και σε προτεραιότητες. Ακόμα, κάποιες συλλογικότητες ήταν αφοσιωμένες στο πανελλαδικό εγχείρημα και κάποιες αφοσιωμένες στη δράση τους. Ακόμα κάποιες ομάδες είχαν μακρές εσωτερικές διαδικασίες προσανατολισμένες στη ζύμωση κάνοντας σάρκα από τη σάρκα τους κάθε τι που αφορούσε την ομοσπονδία, ενώ άλλες ξεπέταγαν «μια στα γρήγορα» τα θέματα. Το πρόβλημα των ίδιων συγκεκριμένων ατόμων από κάθε συλλογικότητα που συμμετείχαν στις πανελλαδικές διαδικασίες και έτσι γνώριζαν κατά αποκλειστικότητα από τη συλλογικότητα τους την ομοσπονδία από τα σπλάχνα της, συνέχιζε να υπάρχει. Άρχισε να μην είναι σαφές πότε μιλάει ο εκπρόσωπος της ομάδας ατομικά και πότε η ομάδα συλλογικά, με αποτέλεσμα συχνά η εικόνα και η φυσιογνωμία της κάθε ομάδας να εξαρτάται από τον χαρακτήρα και το ταπεραμέντο του εκπροσώπου της και με συνέπεια να προκύπτουν σοβαρά θέματα συμπεριφορών σε διαδικασίες. Γιατί όπως αποδείχθηκε, αν η κουραστική πολιτική ζύμωση έχει μεγάλες απαιτήσεις, ο πραγματικός αγώνας μιας αναρχικής ομοσπονδίας έχει ακόμα μεγαλύτερες. Εκεί έγινε φανερό το πόσο ολέθριο λάθος ήταν η απουσία κοινής δράσης όλο το προηγούμενο διάστημα.

Η Α.Ο. στο ξεκίνημα της είχε μια πλούσια κοινότητα πολιτικού περιεχομένου αλλά ελάχιστη κοινότητα αγώνα. Οι συλλογικότητες έπρεπε να κατακτήσουν την αναμεταξύ τους εμπιστοσύνη, αλλά όχι μόνο αυτό. Χωρίς ένα παρελθόν κοινής δράσης, κανένα εργαλείο από όσα αποφασίσαμε ως δομή της ομοσπονδίας δεν μπορούσε να δοκιμαστεί. Όλες οι συζητήσεις για τη δομή και τους τρόπους λειτουργίας ήταν στα χαρτιά. Το πώς τελικά θα λειτουργήσουμε έμενε ακόμα ένα ερώτημα, την ώρα που θα έπρεπε να είναι μια απάντηση.

Επιπλέον, ως μέρος της δυσκολίας της ομοσπονδίας να στηθεί και λειτουργήσει όπως αρχικά είχαμε στο μυαλό μας θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η μεγάλη κάμψη του αναρχικού κινήματος (και του κινήματος ευρύτερα) από το 2012 έως και σήμερα. Στα διακυβεύματα του αρχικού καλέσματος της «πρωτοβουλίας των 4» δεν ήταν απλά και μόνο η δημιουργία οργάνωσης, ήταν και η ενίσχυση της λογικής της «συλλογικοποίησης». Της λογικής, δηλαδή, που ήθελε να ανατρέψει μια πραγματικότητα ενός πολιτικού χώρου που η μεγάλη πλειοψηφία των συντρόφων και συντοφισσών που τον απαρτίζουν λειτουργεί με ατομικούς όρους. Πιστεύαμε και πιστεύουμε ότι είναι προωθητικό για το αναρχικό κίνημα ευρύτερα να αυξηθεί η δυναμική των υπαρχόντων ομάδων, και για όσους/ες δεν βρίσκουν σε αυτές τις ομάδες απάντηση, να δημιουργηθούν νέες. Βλέπαμε άλλωστε αυτή τη δυναμική να εμφανίζεται μέσα στο κίνημα την προηγούμενη περίοδο σε όλη την Ελλάδα. Αντ’ αυτού, κυριάρχησε η αντίστροφη πορεία. Το αναρχικό κίνημα έχασε ένα μέρος της κινητοποιού του δύναμης και επικράτησε έως και σήμερα ένα διαλυτικό πνεύμα, με αδιάκοπες συγκρούσεις που ενίοτε οδηγούνται στα άκρα, ένα πρόβλημα που διατρέχει όλες τις τάσεις, με τα καφενεία και τα ξεμαλλιάσματα στο Indymedia να έχουν υποκαταστήσει κάθε έννοια δημόσιας πολεμικής. Εδώ και χρόνια, πέρα απ’ αυτή την οργανωτική πρωτοβουλία και τα 2 σχήματα που παρήγαγε, τίποτα άλλο δεν διεκδίκησε με αξιώσεις, πολιτική και οργανωτική υπέρβαση. Ούτε κάποια νύξη για «πανελλαδικό δίκτυο» έγινε, η μια προσπάθεια για «πλατφόρμα» δεν περπάτησε, ευρύτερα θεματικά καλέσματα γύρω από τον αντιφασισμό, το προσφυγικό ή τη διεθνή αλληλεγγύη απέτυχαν ή λειτούργησαν πυροτεχνηματικά. Στην Αθήνα δεν έγινε καν εφικτό να υπάρχει μια παλιάς κοπής «συνέλευση αναρχικών» που να πλησιάζει έστω τη δυναμική της παλαιότερης.

 

Ο πρώτος χρόνος της Αναρχικής Ομοσπονδίας

 

H A.O. στα πρώτα της βήματα επιχείρησε να κινηθεί δυναμικά. Είχαμε την ανάγκη να κάνουμε βήματα που να καλύψουν την απουσία από τον δρόμο και την κόπωση μας. Το στρατηγικό πλαίσιο είχε ήδη καθοριστεί με την παραγωγή των 21 σημείων και έπρεπε άμεσα να μπει σε πορεία υλοποίησης.

Η πρώτη πρωτοβουλία της μετά το ιδρυτικό συνέδριο ήταν η διοργάνωση μιας κεντρικής πορείας για το προσφυγικό. Οι ομάδες της Αθήνας απευθύνθηκαν στον αναρχικό κίνημα της Αθήνας με αρκετά καλή ανταπόκριση. Όπως θα μπορούσαμε να είχαμε προβλέψει (αλλά και πάλι τίποτα διαφορετικό δεν θα είχαμε κάνει) δεχτήκαμε άμεσα επίθεση. Σοβαρά αξιακά ζητήματα τέθηκαν από το «πουθενά» για μία από τις συλλογικότητες που συμμετείχαν στην ομοσπονδία, εντελώς άσχετα με το πολιτικό διακύβευμα. Ιστορίες δεκαετιών που είχαν απαντηθεί με σαφήνεια από την πρώτη στιγμή της οργανωτικής προσπάθειας επιχειρήθηκε να επανέλθουν με καταγγελτικούς και προβοκατόρικους όρους.

Εκεί η Α.Ο. καθόρισε την κουλτούρα της σχετικά με τον χειρισμό τέτοιων ενδο-κινηματικών συγκρούσεων. Αντί να ανταπαντήσουμε και να οξύνουμε την σύγκρουση (και είχαμε κάθε δικαίωμα και δυνατότητα να το κάνουμε) επιλέξαμε να καλέσουμε σε πολιτική διαδικασία, όπου οι όποιες κατηγορίες θα μπορούσαν να τεθούν δημόσια και να επιβεβαιωθούν ή να απορριφθούν με οριστικό τρόπο.

Όπως είχαμε προβλέψει δεν υπήρξε ανταπόκριση. Αυτό που υπήρξε όμως, και για εμάς είχε ιδιαίτερη σημασία, ήταν ο καθορισμός του τρόπου χειρισμού από μεριάς μας τέτοιων συγκρούσεων: δεν αρχίζουμε χαρτοπόλεμους, δεν εμπλεκόμαστε σε ναυμαχίες σε μπανιέρες. Είμαστε διατεθειμένοι να απαντάμε σε πολιτικά ζητήματα μόνο με πολιτικές διαδικασίες προσανατολισμένες στην οριστική επίλυση τους. Αν κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, προτιμάμε τη σιωπή. Η αντίληψη μας για τον πολιτικό χρόνο αφορά έτη, δεν αφορά τρίμηνες μάχες κουτσομπολιού στα δίκτυα κοινωνικής επιρροής του χώρου.

Το πρόβλημα όμως δεν σταμάτησε εκεί. Λίγο καιρό μετά την πρόκληση στην πρωτοβουλία για την προσφυγική πορεία, οι ίδιοι πρωταγωνιστές προέβησαν σε ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση. Συντρόφισσα, μέλος μιας από τις συλλογικότητές μας, δέχτηκε βίαιη, συνειδητή και σκοπούμενη επίθεση κατά τη διάρκεια επεισοδίων στην επέτειο δολοφονίας του Γρηγορόπουλου.

Όπως ήταν λογικό, σε ένα τέτοιο περιστατικό τον πρώτο λόγο τον είχε η συλλογικότητά της, με την Α.Ο. βέβαια να στηρίζει τη συλλογικότητα στις πολιτικές διαδικασίες που καλέστηκαν. Η συνολική διαχείριση της δεύτερης πρόκλησης βασίστηκε στο ίδιο πλαίσιο με την πρώτη. Αν και υπήρχε κάθε δυνατότητα (και μεγάλος πειρασμός) να απαντηθεί με τους γνωστούς τρόπους στον χώρο, επιλέχθηκε και πάλι ο αυστηρά πολιτικός τρόπος. Διαδικασίες και μόνο διαδικασίες. Ατελέσφορες για μια ακόμα φορά.

Εδώ, όμως, αναδείχθηκε και το εσωτερικό πρόβλημα της Α.Ο.: η ανομοιογένεια των ομάδων. Αν και η θιγόμενη συλλογικότητα, παρά την συναισθηματική φόρτιση, ακολούθησε την ουσία του γενικού πλαισίου της Α.Ο. σχετικά με τη διαχείριση τέτοιων ενδο-κινηματικών συγκρούσεων, απέτυχε στους τύπους. Η επίδειξη αριθμητικής δύναμης από μεριάς της στις διαδικασίες ναρκοθέτησε το πολιτικό περιεχόμενο της στάσης της ίδιας και της Α.Ο.

Το γεγονός ότι η επιλογή αυτή της συγκεκριμένης ομάδας προσέφερε σε κάποιους/ες μέσα στο κίνημα δικαιολογία για «ίσες αποστάσεις», δεν είναι σημαντικό. Είναι σημαντικό όμως ότι αυτή η στάση οδήγησε σε σύγκρουση μέσα στην Α.Ο. και συνεπώς σε νέα εσωστρέφεια και ρήξεις.

Σε ένα νέο περιβάλλον συγκρούσεων στο εσωτερικό της Α.Ο. ήρθαν τα γεγονότα του κοινωνικού κανιβαλισμού στα Εξάρχεια και η σύγκρουση με τις μαφίες. Μια ομάδα της Α.Ο. βρέθηκε στο κέντρο ενός κυκλώνα που έφτασε να απειλεί ακόμα και ζωές συντρόφων. Τόσο η ίδια η συλλογικότητα, όσο και -πολύ περισσότερο- η Α.Ο. βρέθηκαν απροετοίμαστες. Παρά το τεράστιο εύρος της εσωτερικής ζύμωσης, το ζήτημα του κοινωνικού κανιβαλισμού, τα παράπλευρα ζητήματα που ανέδειξε, όπως και τα μέσα άμυνας εναντίον του δεν είχαν δουλευτεί. Παράλληλα, οι άλλες ομάδες εκτός Αθήνας είχαν αντικειμενικά πολύ μικρή δυνατότητα προσφοράς σε ένα ζήτημα που και οι ίδιες ένιωθαν ως σημαντικό, μιας και αφορούσε τη σωματική ακεραιότητα μελών της Α.Ο. Όσο ο αγώνας ενάντια στις μαφίες προχωρούσε, αναδείχθηκαν αποκλίνουσες τάσεις και διαφωνίες για τους χειρισμούς ή τα μέσα αγώνα, και η περιφέρεια Αθήνας, έπαψε, ουσιαστικά, να αποτελεί κοινότητα.

Το συνολικό κλίμα έγινε ξανά δυσάρεστο. Τα γεγονότα της Αθήνας προκαλούσαν αμηχανία στις ομάδες εκτός αυτής που αδυνατούσαν να καταλάβουν όλες τις πτυχές του ζητήματος, ενώ έπρεπε να δώσουν πολιτικές απαντήσεις στις περιοχές τους και παράλληλα να αντιστέκονται στις πιέσεις των κοινωνικών δικτύων επιρροής του χώρου.

Η εμπιστοσύνη στο εσωτερικό της περιφέρειας Αθήνας είχε χαθεί, ατομικές επιλογές και κακές συμπεριφορές εκπροσώπων ομάδων μέσα και έξω από τις διαδικασίες έριχναν συνεχώς λάδι στη φωτιά, ενώ η κρίση είχε μεταφερθεί και στο εσωτερικό των ομάδων. Αντικειμενικά, η περιφέρεια της Αθήνας δημιούργησε κλυδωνισμούς σε όλη την Α.Ο. και αναπαρήγαγε, άθελά της, την κατάρα του Αθηνοκεντρισμού που χαρακτηρίζει την Ελληνική πραγματικότητα, είτε αφορά το κράτος είτε το κίνημα. Ουσιαστικά, οι συλλογικότητες εντός Αθήνας βρίσκονταν σε ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ τους, ενώ οι εκτός αυτής κατέληξαν να κοιτάνε απορημένες τις πρώτες να αλληλοσπαράσσονται.

Το τέλος του πρώτου χρόνου της Α.Ο., το καλοκαίρι του 2016, την βρήκε σε κακή κατάσταση: ελάχιστες δράσεις και αναιμικές πρωτοβουλίες πολύ κατώτερες των περιστάσεων αναλήφθηκαν, ενώ η αυτοδιάλυση κάποιων ομάδων και η αποχώρηση κάποιων άλλων οδήγησε την ομοσπονδία σε σημαντική συρρίκνωση.

 

Ο 2ος χρόνος

Παρόλα αυτά η Α.Ο. επέζησε. Αυτό δεν έγινε τυχαία, ούτε θα μπορούσε να συμβεί απλά και μόνο «για να μην πάει χαμένος τόσος κόπος». Η αναγκαιότητα ανώτερης οργανωτικής συγκρότησης, μέσα σε συνθήκες ύφεσης του κινήματος ευρύτερα, έγινε ακόμα πιο επιτακτική. Παρόλες τις συνεργασίες και μέτωπα των ομάδων, που οι συλλογικότητες της ομοσπονδίας συμμετείχαν και συμμετέχουν, όλες αξιολογούσαν ότι η συμμετοχή σε ένα πανελλαδικό σχήμα ήταν, με μακροπρόθεσμους όρους, απαραίτητη για την υπόθεση. Έτσι, γνωρίζοντας ότι κάθε νέα οργανωτική προσπάθεια θα έπρεπε να βαδίσει ξανά τον ίδιο μακροχρόνιο δρόμο και την ώρα που η κρίση παρήγαγε σωρεία χαμένων επαναστατικών ευκαιριών, ριχτήκαμε και πάλι στην προσπάθεια.

Από την άλλη, όλη αυτή η ιστορία άλλαξε καθοριστικά και ξεχωριστά τις συλλογικότητες που συμμετείχαν, αλλά και την ίδια την Α.Ο συνολικά. Το πολιτικό/ιδεολογικό οπλοστάσιο των ομάδων έχει κάνει άλματα και μεγάλη εμπειρία έχει κατακτηθεί σε επίπεδο διαδικασιών. Έτσι, ανασκουμπωθήκαμε και ξεκινήσαμε πάλι, έστω και με κάπως χαμηλωμένα φτερά.

Τον δεύτερο χρόνο, επιτέλους σε ένα εσωτερικό περιβάλλον εμπιστοσύνης και συντροφικότητας, επιλέξαμε να αναλάβουμε μετρημένες πρωτοβουλίες. Το ζήτημα του κολαστηρίου, οι πλειστηριασμοί, η δίκη Κορκονέα, η αλληλεγγύη στους Κούρδους και Τούρκους αγωνιστές σε Συρία και Τουρκία, η παρουσία μας στο δρόμο τις μέρες Γενικών Απεργιών και ψήφισης νέων μέτρων, η σταθεροποίηση της παρουσίας μας σε μεγάλα πολιτικά ραντεβού όπως οι πορείες της ΔΕΘ και της 17 Νοέμβρη, η έκφραση πολιτικού λόγου με πυκνούς ρυθμούς για σημαντικά ζητήματα επικαιρότητας, η επιτάχυνση των αποφάσεων και η μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, η βελτίωση των υποδομών μας…

Η απουσία συλλογικοτήτων που πιο πριν ήταν περισσότερο αφοσιωμένες στην ομοσπονδία από ό,τι άλλες που παρέμειναν ήταν καθοριστική σε επίπεδο διαδικασιών, από την άλλη όμως βελτίωσε την ομοιογένεια, αφού πλέον η Α.Ο. αποτελούνταν από ομάδες που κατά κύριο λόγο κοιτάν προς τα έξω έχοντας πλούσια αγωνιστική παρουσία και κινηματικές παρεμβάσεις. Η ομοιογένεια και το αίσθημα κοινότητας επίσης βελτιώθηκε κατά πολύ από την κινητικότητα μελών από μία ομάδα της Α.Ο. σε άλλη, αλλά και από τις διασυλλογικές σχέσεις και δράσεις ανάμεσα στις ομάδες, κάτι που αποτελεί επιδίωξη και εργαλείο της ίδιας της Α.Ο.

Τόσο για την Α.Ο. όσο και για τις ομάδες που την αποτελούν, ένα είναι δεδομένο: επιδιώκουμε οι συνεργασίες να είναι προσανατολισμένες στην δράση και την αγωνιστική παρουσία. Την ίδια στιγμή, η πολιτική ζύμωση συνεχίζεται και διευρύνεται. Τόσο για ζητήματα τακτικής και αναλύσεων επικαιρότητας όσο και για ευρύτερα πολιτικά/θεωρητικά, όχι πλέον στο επίπεδο του «τι ζητήματα φανταζόμαστε ότι πρέπει να συμφωνήσουμε» αλλά στο τι ζητήματα μας έθεσε η κοινή μας πορεία όλον αυτόν τον καιρό, τι χρειάζεται να συμφωνήσουμε για να παράγουμε περισσότερο και αποτελεσματικότερο κοινωνικό επαναστατικό αγώνα.

Ο δεύτερος χρόνος της Α.Ο., αυτός που με βάση τις αρχικές επιθυμίες θα έπρεπε να είναι ο χρόνος μεγέθυνσης της, βρέθηκε να είναι ο χρόνος που καθόρισε την επιβίωσή της. Αυτόν το στόχο μας επέβαλε η συνθήκη πρώτα από όλα των δικών μας ελλείψεων και αδυναμιών αλλά και της κοινωνικής και κινηματικής ύφεσης. Αυτόν τον στόχο τον πετύχαμε.

 

Δυο λόγια για την κοινωνικό-πολιτική συγκυρία, μέσα στην οποία δημιουργήθηκε και πειραματίστηκε το εγχείρημα

Η σπείρα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, που οι επιπτώσεις της χτύπησαν λίγους μήνες μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη, οδήγησαν την ελληνική κρατική διοίκηση στην τυπική –πλέον– παράδοση των κλειδιών του κράτους στην διεθνή επιτροπεία. Εδώ και 7 χρόνια, ανά τακτά χρονικά διαστήματα κράτος και κεφάλαιο «δαγκώνουν» κι ένα νέο κομμάτι από τα τελευταία μέσα επιβίωσης του κόσμου της εργασίας. Μοιάζει με φυσικό φαινόμενο κάθε 1,5 χρόνο, μετά από μια «αγωνιώδη» περίοδο υποτιθέμενων διαπραγματεύσεων του ελληνικού κράτους με τους πάτρωνές του, την ΕΕ και το ΔΝΤ, να ανακοινώνονται οι νέες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, να χάνονται νέα εργατικά δικαιώματα, να υποτιμάται η τάξη μας όλο και πιο πολύ. Ούτε καν η φρασεολογία δεν αλλάζει από ΠΑΣΟΚ σε ΝΔ και από ΝΔ σε ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Το κράτος έχει συνέχεια. Τα κόμματα που καταλαμβάνουν τα πόστα στο καθεστώς, αργά ή γρήγορα πετάνε τον όποιο μανδύα χρησιμοποίησαν για να κερδίσουν τις εκλογές και μένουν με την στολή της εξουσίας, να κάνουν όσα πρέπει να κάνουν το κράτος και το κεφάλαιο για να συνεχίσει να παρασιτούν εις βάρος των από τα κάτω. Όπως κάθε κυβέρνηση οφείλει να πράττει, έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ βάλθηκε να επιτεθεί στον εσωτερικό και τον εξωτερικό εχθρό. Εν προκειμένω, στον κόσμο του αγώνα, σε αυτούς που αντιστέκονται στη βαρβαρότητα που μας επιβάλλουν συντονισμένα κράτος και κεφάλαιο και στους μετανάστες, δηλαδή τον σύγχρονο αποδιοπομπαίο τράγο.

Οι εκκενώσεις καταλήψεων, η αστυνομική καταστολή σε πορείες και διαδηλώσεις, οι δικαστικές διώξεις, οι χαλκευμένες δίκες και οι εξοντωτικές ποινές που επιβάλλονται σε αναρχικούς, ακόμα και σε συγγενικά τους πρόσωπα, η “σκλήρυνση” των συνθηκών εγκλεισμού (με πιο εξόφθαλμο παράδειγμα τον προς ψήφιση νέο σωφρονιστικό κώδικα) και η μεθοδευμένη παρακώλυση/παρεμπόδιση στις παροχές αδειών σε πολιτικούς κρατούμενους υπό τον εκβιασμό της δήλωσης πολιτικής μετάνοιας καταμαρτυρούν την άνωθι συνθήκη.

Μέσα σε αυτό το πολιτικό σκηνικό, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε ό,τι υποσχέθηκε. Όχι σε εμάς. Αλλά στο καθεστώς που πάντοτε υπηρετεί η καθεστωτική αριστερά και η σοσιαλδημοκρατία. Αφομοίωσε τη δυναμική της κοινωνικής αντεπίθεσης των πρώτων μνημονιακών χρόνων, την έσυρε στον εξευτελισμό της κάλπης και μετά την αντάλλαξε με μια θέση όχι μόνο στην εξουσία σήμερα, αλλά και ως σταθερός πόλος του νέου δικομματισμού τα επόμενα χρόνια. Όχι κι άσχημα για ευρωκομμουνιστές του 4%, πολύ άσχημα για όλους εμάς. Γιατί ο καλύτερος τρόπος να συνηθίσεις τις αλυσίδες σου είναι αυτός που σου υπόσχεται να στις βγάλει να σου πει πως είναι τελικά απαραίτητο να τις φοράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το καλύτερο δώρο, η πιο σίγουρη λύση για το κράτος και το κεφάλαιο που στην ιστορική περίοδο που ζούμε έχει αποφασίσει να τα «μαζέψει» όλα.

Τα τελευταία χρόνια ήταν ανέφελα για τις κυρίαρχες τάξεις, χωρίς κοινωνικές αναταραχές και χωρίς αντιστάσεις. Πολύ γρήγορα η ασυνέχεια μεταξύ της αυταπάτης που εξέφραζε το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ (και κάθε παρόμοιο σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα συνέχισης της καπιταλιστικής βαρβαρότητας με “ανθρώπινο πρόσωπο”) με την πραγματικότητα του σύγχρονου καπιταλισμού, αποκαλύφθηκε. Η αποτυχία του επιβεβαιώνει τη μόνη αλήθεια που μπορεί να προκύψει αβίαστα από τα πραγματικά δεδομένα: στο έδαφος της σημερινής καθολικής καπιταλιστικής κρίσης ανοίγονται δύο δρόμοι, είτε η αποδοχή των όρων του παγκόσμιου ολοκληρωτισμού είτε η Κοινωνική Επανάσταση. Μέσος δρόμος δεν υπάρχει.

Για την τάξη μας, τα χρόνια αυτά ήταν χρόνια υποχώρησης. Η επίθεση που δέχθηκε δεν τη γύρισε σε «προηγούμενους αιώνες» και σε «μεσαίωνες» – αντίθετα χάραξε και τόνισε την εικόνα του μέλλοντός της. Ένα μέλλον ολομέτωπης επίθεσης κράτους και κεφαλαίου στην εργασία, την ασφάλιση, τις κοινωνικές ελευθερίες, το περιβάλλον και τα κοινωνικά αγαθά. Μετά τις μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, τις περικοπές σε όλες τις δημόσιες παροχές, την σταδιακή κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας, την αύξηση της φορολογίας, την αύξηση τιμών σε βασικά αγαθά, ήρθε η αλλαγή στο ασφαλιστικό σύστημα, ήρθε το πετσόκομμα της κοινωνικής ασφάλισης, οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας και το νέο εργασιακό νομοσχέδιο που εμποδίζει το δικαίωμα της απεργίας και αμφισβητεί τα συλλογικά όργανα των εργατών.

Το υποτιθέμενο αντι-μνημονικό μπλοκ, λοιπόν, μόλις ανέλαβε τα ινία της εξουσίας ψήφισε με χέρια και με πόδια όχι ένα, αλλά δύο μνημόνια, και συνεχίζει ακάθεκτο. Τίποτα δεν το διαδέχτηκε σαν κυρίαρχη εκδοχή αντιπρότασης στην καπιταλιστική βαρβαρότητα που προελαύνει, και η μόνη αντιπολίτευση φαίνεται πλέον να γίνεται αποκλειστικά από τα δεξιά. Την κάλπικη ελπίδα διαδέχτηκε το σάστισμα και εν τέλει ο συμβιβασμός και η ηττοπάθεια. Οι όποιες κινήσεις αντίδρασης, ήταν άνισες και κατακερματισμένες. Όμως για τον κόσμο του αγώνα η μη παραδοχή της ήττας ήταν και είναι –ελπίζουμε– μονόδρομος.

Όπως αναφέραμε και στην αρχή, από τις πρώτες ακόμα προσπάθειες συγκρότησης της Αναρχικής Ομοσπονδίας, σκοπός μας ήταν η δημιουργία ενός σχήματος που θα στόχευε σε πρώτο βαθμό να κομίσει μια οργανωτική πρόταση στους κόλπους του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού κινήματος αλλά με ρητή προοπτική την, σε δεύτερο επίπεδο, ουσιαστικότερη και αποτελεσματικότερη παρέμβαση και ενίσχυση των κοινωνικών-ταξικών αγώνων. Ελπίζουμε έχει γίνει ήδη σαφές, ότι πρόθεσή μας σε καμία περίπτωση δεν ήταν η περιχαράκωση, η εσωστρέφεια ή το ‘’καπέλωμα’’, αλλά η προσπάθεια διασφάλισης των καλύτερων δυνατών όρων παρέμβασης στα κομμάτια της κοινωνίας που μπορεί να είναι πρόθυμα για μια τέτοια ζύμωση. Για λόγους που έχουν να κάνουν με τα ζητήματα και τα προβλήματα που αντιμετώπισε η διαδικασία της δημιουργίας της ΑΟ (και τα οποία περιγράψαμε παραπάνω), θεωρούμε πως η παρουσία μας μέχρι στιγμής υπήρξε ανεμική και αποσπασματική, χωρίς το απαραίτητο βάθος και εύρος, καθώς και την ανάλογη μεθοδικότητα που θα απαιτούσε κάτι τέτοιο. Για να το πούμε συνοπτικά, μέσα σε ένα όλο και πιο πιεστική κοινωνική συγκυρία, η δική μας παρέμβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή αλλά και στους εκάστοτε αγώνες, ήταν σαφώς ελλιπής.

Το Νοέμβρη του 2015, η Ομοσπονδία δημοσίευσε τα «21 σημεία», τις οργανωτικές, τακτικές και στρατηγικές στοχεύσεις της στη συγκυρία. Μέσα στο κείμενο αυτό, τίθονταν οι δύο παρακάτω στόχοι:

«Οργανωμένη παρουσία της ομοσπονδίας στα μεγάλα στιγμιότυπα κεντρικής παρουσίας στο δρόμο (1η Μάη, Πολυτεχνείο, πανεργατικές απεργίες κλπ.)» και

«Λόγος και παρουσία στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και στα ζητήματα που αυτό δημιουργεί ως επικαιρότητα. Η αναρχική ομοσπονδία ως μία από τις αιχμές του αναρχικού κινήματος με διακριτό και αναγνωρίσιμο τρόπο παρεμβαίνει προωθώντας τις αντιλήψεις της και προπαγανδίζοντας τις αναρχικές επιλογές αγώνα.»

Μπορεί οι αδυναμίες της Ομοσπονδίας να μας οδήγησαν στο να μην είναι πάντα εφικτή ή επαρκής η παρέμβασή μας ή να συμβαίνει από συλλογικότητες-μέλη της και όχι από την Ομοσπονδία συνολικά, όμως για όλες και όλους εμάς, οι στόχοι αυτοί παραμένουν επίκαιροι και τους θέτουμε εκ νέου για την επόμενη περίοδο.

 

Η Αναρχική Ομοσπονδία από δω και πέρα

Όπως ξαναείπαμε, η οργανωτική παρακαταθήκη του αναρχικού κινήματος στην Ελλάδα (αφορμαλισμός, ενδοκινηματικές συγκρούσεις κλπ.) κάνει το έδαφος ακόμα πιο δύσβατο για την προσπάθειά μας. Η χρόνια οργανωτική αδυναμία και η ιστορική απουσία αναρχικού πολιτικού φορέα αποτελεί μια κληρονομιά που δημιουργεί μάλλον καχυποψία προς το εγχείρημα, παρά λαχτάρα για συλλογικοποίηση και διάθεση για προσωπική και επομένως συλλογική εμπλοκή. Τουλάχιστον για ένα μεγάλο τμήμα του πολιτικού μας χώρου.

Από την εμπειρία του προηγούμενου διαστήματος έγινε ορατό ότι κάθε νέο πολιτικό οργανωτικό εγχείρημα στην Ελλάδα μετατρέπεται από τα πρώτα του βήματα σε έναν “μονομάχο”. Δυστυχώς, η πρώτη αρένα στην οποία πρέπει να σταθεί είναι η αρένα του “χώρου”. Προσπαθούμε να ανταπεξέλθουμε αλλά οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε με τεχνητό τρόπο τα φυσικά όρια του πολιτικού μας χώρου. Με ειλικρίνεια λοιπόν προς τους συντρόφους και τις συντρόφισσες  εκτός της ΑΟ, πίστη και δέσμευση στον αναρχικό αγώνα, ανασυγκροτούμαστε και συνεχίζουμε την προσπάθεια αξιολογώντας τα λάθη μας και τις ανεπάρκειες μας.
Η ίδια η πραγματικότητα αυτών των ανεπαρκειών μας επέβαλε το ένα έτος πειραματικής λειτουργίας να διπλασιαστεί. Καθώς, όμως, έφτασε πλέον στο τέλος του, η Α.Ο. ετοιμάζει το πρώτο τακτικό συνέδριό της.

Μακριά πια από τον αρχικό βολονταριστικό στόχο να ενοποιήσει μια πολιτική τάση στο αναρχικό κίνημα, η Α.Ο. είναι πλέον μια αναρχική επαναστατική οργάνωση που εκφράζεται τόσο από τις επιμέρους παρουσίες των ομάδων που την αποτελούν όσο και από τον δικό της μηχανισμό και την ενοποιημένη της παρουσία. Γνωρίζουμε ότι η εμπιστοσύνη και η συντροφικότητα απαιτούν μια συνεχή και επίπονη διαδικασία για να οικοδομηθούν και να οδηγήσουν έπειτα στην οργανωτική στιβαρότητα και την αποτελεσματικότητα. Ιδιαίτερα στο εσωτερικό ενός χώρου όπου κυριαρχεί η ευκαιριακή σύμπραξη μεταξύ μεμονωμένων-αυτονομημένων συλλογικοτήτων ή ατόμων και όχι μια σταθερή συνέργεια στα απαιτητικά πλαίσια ενός αναρχικού πολιτικού φορέα.

Επιλέγουμε να λειτουργούμε με ένα μη συγκεντρωτικό μοντέλο που προσφέρει στις συλλογικότητές της Α.Ο. μια ουσιαστική αυτονομία δράσης και λόγου˙ μία αυτονομία που χτίζει την Ομοσπονδία από κάτω προς τα πάνω. Με τον τρόπο αυτό, αποδεσμεύει την ίδια και τα κύτταρά της από το ανασταλτικό –προς τη δράση- στοιχείο της “σφραγίδας” σε κάθε μεμονωμένη κίνηση και πρωτοβουλία. Η Ομοσπονδία λειτουργεί κατά κύριο λόγο ως φορέας συντονισμού, ζύμωσης και στρατηγικού σχεδιασμού. Επιθυμώντας διακαώς τη μεγέθυνσή της με την είσοδο υπαρχόντων συλλογικοτήτων ή τη στοχευμένη δημιουργία νέων, η Α.Ο αποτελεί μια οργανωμένη στρατηγική κοινότητα που βασίζεται στον πλούτο που παράγουν τα κύτταρά της, που απαιτεί την χωρίς αστερίσκους αλληλοαποδοχή αυτών των κυττάρων και την συντροφικότητα μεταξύ των μελών αυτών, που επιθυμεί την εσωτερική κριτική και ζύμωση και την διαρκή διεύρυνση της κοινότητάς της.
Στο επερχόμενο συνέδριο θα τεθούν κομβικά θέματα που αφορούν και την πολιτική της ταυτότητα και τη δομή της. Ενώ όμως τα συνέδρια είναι στιγμές με μεγάλη συμβολική σημασία και πολιτικό αντίκτυπο, στην πραγματικότητα, τα θέματα που καλούνται να επιλύσουν επιλύονται μέσα σε μια μακροχρόνια συν-λειτουργία και όχι μέσα σε μια στιγμή.

Και, φυσικά, προβλήματα συνεχίζουν να υπάρχουν. Οικονομικά, έχουμε πάντα ελλείψεις. Οι ομάδες έχουν μεγάλες διαφορές ως προς τη δυναμική τους. Άτομα από ομάδες συνεχίζουν να επωμίζονται δυσανάλογα μεγάλο βάρος για την λειτουργία της Α.Ο. Οι δομές, που λόγω της συμμετοχής λίγων συλλογικοτήτων είναι απλοποιημένες, είναι αμφίβολο πόσο θα ανταποκριθούν το ίδιο καλά με περισσότερες ομάδες. Επιπλέον, δεν έχει βρεθεί ακόμα η φόρμουλα που θα επιτρέψει και τη συμμετοχή ατόμων στο εγχείρημα, κάτι που χρόνια τώρα συζητάμε. Και αν τελικά βρεθεί, εκεί θα βρεθούμε μπροστά σε απάτητα εδάφη. Οι θεματικές των παρεμβάσεών μας παραμένουν περιορισμένες, με έμφαση στο ταξικό αλλά απουσία σε πολλά άλλα κρίσιμα πεδία. Δεν έχουμε καταφέρει την πληρότητα στην παρουσία μας σε κεντρικά πολιτικά γεγονότα. Έχουμε υποτυπωδώς εκμεταλλευτεί τον πλούτο των δυνατοτήτων και «εξειδικεύσεων» των ομάδων που συμμετέχουν και των μελών τους. Απομένει ακόμα να γίνει πολλή δουλειά στις διασυλλογικές σχέσεις και πρωτοβουλίες. Σε αντίθεση με τις ομάδες που τη συνθέτουν, η Α.Ο. μέχρι στιγμής έχει μηδενικές σχέσεις με το διεθνές αναρχικό κίνημα. Τέτοια είναι, λοιπόν, τα ζητήματα που θα κληθεί να επιλύσει η Α.Ο. την επόμενη του συνεδρίου περίοδο.

Η επαναστατική ιστορία έχει δείξει τη σημασία και την αναγκαιότητα των επαναστατικών οργανώσεων και της ανηφόρας που πρέπει να βαδίζουν. Αν κάποια στιγμή η ανηφόρα μας παρασύρει, αν ο ενθουσιασμός χαθεί, αν οι συντροφικές σχέσεις διαρρηχθούν, αν η ανάγκη αντικατασταθεί από τη θλίψη του ότι «ο κόπος μας πήγε χαμένος», τότε σίγουρα δε θα μας ενδιαφέρει να κρατήσουμε την ταμπέλα ενός ανύπαρκτου πολιτικού μαγαζιού με όρους γραφικού αριστερισμού. Ξέρουμε που μπλέξαμε: μπλέξαμε στην υπόθεση της κοινωνικής επανάστασης, στην υπόθεση της αναρχίας, όπως άλλωστε και εκατοντάδες άλλοι σύντροφοι και συντρόφισσες που συλλογικά ή ατομικά έχουν επιλέξει άλλους δρόμους. Αυτός είναι ο στόχος της Α.Ο. και κάθε πολιτικής συλλογικότητας που συμμετέχει σε αυτήν: η νίκη, η κοινωνική και ατομική απελευθέρωση, η πραγματοποίηση της αναρχίας. Και θα κάνουμε ότι χρειάζεται γι’ αυτό.

Καταστατικό Αναρχικής Ομοσπονδίας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

 

ΑΡΧΕΣ

  1. Ποιοι είμαστε
  2. Ενάντια στο κράτος
  3. Ενάντια στον καπιταλισμό/κεφάλαιο
  4. Ενάντια στις διακρίσεις/ανισότητες
  5. Ενάντια στον ρεφορμισμό
  6. Τι κοινωνία θέλουμε και με βάση ποιο αξιακό πλαίσιο

ΘΕΣΕΙΣ

  1. Εκμετάλλευση της εργασίας/ταξικοί αγώνες
  2. Κοινωνικοί αγώνες
  3. Εθνικό ζήτημα/Εθνικισμός
  4. Ιμπεριαλισμός
  5. Μεταναστευτικό-Ρατσισμός
  6. Φασισμός-Ναζισμός
  7. Πατριαρχία-έμφυλες διακρίσεις
  8. Κοινωνικές διακρίσεις
  9. Εξαθλίωση-Κοινωνικός κανιβαλισμός
  10. Κουλτούρα-Πολιτισμός
  11. Ζητήματα καταστολής, φυλακές, εγκλεισμός, αλληλεγγύη σε φυλακισμένουςαγωνιστές.
  12. Μ.Μ.Ε
  13. Σχέσεις με τους θεσμούς και ρήξη με τον ρεφορμισμό
  14. Χρηματοδότηση-Οικονομική ανεξαρτησία

ΣΤΟΧΟΘΕΣΙΑ

Α. ΤΑΚΤΙΚΗ

  1. Ενίσχυση και αναβάθμιση των κινηματικών διαδικασιών, των ταξικών, κοινωνικών και πολιτικών συλλογικοτήτων
  2. Διακριτή παρουσία και ξεκάθαρη θέση στους αγώνες
  3. Ανάλυση-επεξεργασία θεωρητικών ζητημάτων
  4. Ανταλλαγή εμπειριών & πληροφόρησης
  5. Έκδοση εφημερίδας της Ομοσπονδίας/αντιπληροφόρηση
  6. Συντονισμός αλληλεγγύης των υποκειμένων που συμμετέχουν στην Ομοσπονδία
  7. Δημιουργία δομών σίτισης, στέγασης, ιατρικής περίθαλψης
  8. Οργάνωση της αυτοάμυνας του κινήματος
  9. Διασύνδεση με αντίστοιχες οργανώσεις και σχήματα στην Ευρώπη και παγκόσμια
  10. Δημιουργία αναρχικού επαναστατικού προγράμματος

Β. ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

  1. Δημιουργία ελευθεριακού, επαναστατικού, ταξικού κινήματος
  2. Κοινωνική επανάσταση

ΔΟΜΗ

  1. Μέλη
  2. Τρόπος λήψης αποφάσεων
  3. Όργανα
  4. Τομείς
  5. Ένταξη νέων συλλογικοτήτων
  6. Αποπομπή-αποχώρηση συλλογικοτήτων
  7. Αυτονομία συλλογικοτήτων
  8. Συμπράξεις
  9. Εσωτερική κριτική
  10. Παρατηρήτριες ομάδες
  11. Συμμετοχή ατόμων

ΑΡΧΕΣ

 

1.  Ποιοι είμαστε

 Είμαστε αναρχικοί, μέρος του ευρύτερου κοινωνικού, ταξικού και επαναστατικού κινήματος, των εκμεταλλευομένων και των καταπιεζόμενων και αγωνιζόμαστε για την κοινωνική και ατομική απελευθέρωση μέσω της κοινωνικής επανάστασης. Αντιλαμβανόμαστε ότι ο πυρήνας του κοινωνικού ζητήματος βρίσκεται στον ιεραρχικό, εξουσιαστικό και εκμεταλλευτικό τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας από το κράτος και το κεφάλαιο και τις σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης που παράγονται τόσο από αυτά όσο και από τις εκάστοτε οικονομικές και πολιτικές ανισότητες. Αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα ενός άλλου μοντέλου οργάνωσης των αναρχικών, λαμβάνοντας ως δεδομένα τα μέχρι τώρα οργανωτικά ελλείμματα και προβληματικές. Σκοπός αυτής της οργανωτικής μας προσπάθειας είναι η δημιουργία μιας δομής που θα ενισχύσει και θα δυναμώσει τον αγώνα για την κοινωνική αυτοδιεύθυνση με βάση κοινά συμφωνημένους πολιτικούς και στρατηγικούς στόχους.

Ως αναρχικοί, αγωνιζόμαστε για την κοινωνική επανάσταση εμπνεόμενοι από την πλούσια ιστορία των κοινωνικών και ταξικών κινημάτων που διεκδίκησαν και πάλεψαν για έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση. Ο αγώνας μας εμπνέεται από τη συμβολή και την παρουσία των αναρχικών συντρόφων μας μέσα στα επαναστατικά κινήματα, από την παρισινή κομμούνα μέχρι το Σικάγο και από το κίνημα των μαχνοβιτών και την ισπανική επανάσταση μέχρι το σήμερα.

Παράλληλα, δεν αντιλαμβανόμαστε την κοινωνική επανάσταση ως στιγμή αλλά ως διαρκή διαδικασία σύγκρουσης των κυρίαρχων δομών, σχέσεων και μηχανισμών της εξουσίας με τις χειραφετητικές και από τα κάτω οργανωμένες κοινωνικές, ταξικές αντιστάσεις στην κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης, της αναρχίας και του ελευθεριακού κομμουνισμού. Την αντιλαμβανόμαστε επιπλέον ως διαρκή διαδικασία οικοδόμησης κοινωνικών σχέσεων στη βάση της ισότητας, της αλληλεγγύης και της ελευθερίας. Η αντίληψή μας για την κοινωνική επανάσταση είναι διεθνιστική, αφορά στην απελευθέρωση του συνόλου της παγκόσμιας κοινότητας, χωρίς αυτό να προϋποθέτει την ταυτόχρονη πραγμάτωσή της σε όλο τον κόσμο· είναι μια διαδικασία που τείνει προς τη διαρκή χειραφέτηση κάθε επιμέρους κοινότητας και ατόμου. Θεωρούμε πως προϋπόθεση για την κοινωνική επανάσταση συνιστά η ανάπτυξη, η μαζικοποίηση και η οργάνωση τόσο των ευρύτερων συλλογικών και οριζόντιων κοινωνικών και ταξικών αγώνων των εκμεταλλευόμενων όσο και του αναρχικού κινήματος. Συνεπώς, βασική μας στόχευση είναι η προώθηση και η μέγιστη διάχυση και επιρροή των επαναστατικών, αντιεξουσιαστικών και ελευθεριακών ιδεών και πρακτικών και αξιών μέσα σε αυτούς τους αγώνες.

Τα μέσα που χρησιμοποιούμε προκειμένου να επιτύχουμε τους σκοπούς βρίσκονται σε αδιαχώριστη συμφωνία με αυτούς. Συμφωνούμε με την αναρχική θέση πως ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, αντίθετα κάθε σκοπός φέρει και τα μέσα του, ενώ τα ίδια τα μέσα δεν αποτελούν αυτοσκοπό. Για την επίτευξη του σκοπού μας είναι αξιακό τα μέσα που χρησιμοποιούμε να βρίσκονται σε συμφωνία με αυτόν. Ο σκοπός καθορίζει το φάσμα των μέσων αλλά και τα μέσα προεικονίζουν το σκοπό.

2. Ενάντια στο κράτος

 Ως αναρχικοί, τασσόμαστε ενάντια στο κράτος, σε κάθε μορφή του, γιατί αποτελεί το φορέα που επιβάλλει, αναπαράγει, διαιωνίζει και εκφράζει τις εξουσιαστικές και εκμεταλλευτικές κοινωνικές σχέσεις. Αντιμαχόμαστε κατ’ επέκταση την ιεραρχική-εξουσιαστική δόμηση της κοινωνίας και τους θεσμούς και μηχανισμούς αντιπροσώπευσης, εκπαίδευσης, καταστολής, σωφρονισμού και απονομής δικαιοσύνης που λειτουργούν μέσα στο πλαίσιό του, καθώς επιχειρούν να καθορίζουν, να ελέγχουν και να διαμεσολαβούν κάθε λειτουργία της κοινωνικής ζωής. Απέναντι στο κράτος και ενάντια στους θεσμούς του θέτουμε κοινωνικό και πολιτειακό ζήτημα. Η άρνηση συμμετοχής στις εκλογές του αστικού πολιτικού συστήματος (εθνικές, τοπικές) είναι αναπόσπαστο τμήμα της πολιτικής μας θεώρησης.

3. Ενάντια στον καπιταλισμό/κεφάλαιο

 Αγωνιζόμαστε ενάντια στον καπιταλισμό και κάθε οικονομικό σύστημα που επιβάλλει κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις που βασίζονται στην ταξική διαίρεση της κοινωνίας. Παράλληλα, αγωνιζόμαστε ενάντια και στα μοντέλα παραγωγής και κατανάλωσης που βασίζονται στη μισθωτή εργασία, τις σχέσεις εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και τη λεηλασία του φυσικού κόσμου.

Η εναντίωση μας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα και τους διακρατικούς θεσμούς κυριαρχίας (οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς) εμπεριέχει και την εναντίωσή μας στους πολέμους, τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και επεμβάσεις που διεξάγουν για τον έλεγχο της φύσης και των κοινωνιών τόσο σε τοπικό όσο και παγκόσμιο επίπεδο. Από την πλευρά μας, αγωνιζόμαστε για την ανάπτυξη και διασύνδεση των διεθνιστικών, ταξικών και κοινωνικών αντιστάσεων, για την μετατροπή κάθε εθνικού/κρατικού πολέμου σε πόλεμο των εκμεταλλευόμενων ενάντια στους εκμεταλλευτές τους.

4. Ενάντια στις διακρίσεις/ανισότητες

 Ως αναρχικοί, αντιμαχόμαστε κάθε διαχωρισμό που παράγει σχέσεις εξουσίας (π.χ. εθνικό, θρησκευτικό, φυλετικό, έμφυλο). Ο αγώνας μας ενάντια σε κράτος, καπιταλισμό, φασισμό, ρατσισμό, σεξισμό και κάθε σχέση εξουσίας και εκμετάλλευσης είναι διττός: αποτελεί αγώνα ενάντια στους θεσμούς και την καταστολή που τους προστατεύει και ταυτόχρονα αδιαπραγμάτευτο αγώνα αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων και συνειδήσεων, ενάντια στην αναπαραγωγή των κυρίαρχων προτύπων στο κοινωνικό πεδίο.

5. Ενάντια στο Ρεφορμισμό

 Ανταγωνιζόμαστε κάθε ρεφορμιστική αντίληψη και απορρίπτουμε κάθε ρεφορμιστικό πρόγραμμα εναλλακτικής διαχείρισης του υπάρχοντος συστήματος εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Θεωρούμε ότι αντιλήψεις που προωθούν την ταξική συνεργασία και την κοινωνική ειρήνη και δεν θίγουν τον πυρήνα του κοινωνικού προβλήματος, δηλαδή την εξουσιαστική και εκμεταλλευτική φύση του επιβαλλόμενου τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας, καλλιεργούν αυταπάτες για τον εξανθρωπισμό του συστήματος και λειτουργούν ανασταλτικά και αποπροσανατολιστικά για την ανάπτυξη χειραφετημένων και επαναστατικών αγώνων στην κοινωνική βάση που να εκφράζουν τις ανάγκες και τους πόθους των εκμεταλλευόμενων για την ατομική και κοινωνική απελευθέρωση.

6. Τι κοινωνία θέλουμε και με βάση ποιο αξιακό πλαίσιο

 Ο αγώνας μας στοχεύει στη δημιουργία μιας αταξικής ακρατικής κοινωνίας, οριζόντια οργανωμένης και αυτοδιευθυνόμενης, βασισμένης στις αρχές της ισότητας, της αλληλεγγύης και της ελευθερίας. Επιδιώκουμε μία κοινωνία κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των παραγόμενων αγαθών. Θεωρούμε ότι ο τρόπος μέσω του οποίου θα φτάσουμε στην κοινωνία αυτή είναι η κοινωνική επανάσταση που θα καταργήσει όχι μόνο την εκμετάλλευση και την καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο αλλά επιπλέον θα βάλει τέλος στη λεηλασία της φύσης και θα επιτρέψει σε όλους και σε όλες μας την ελεύθερη πρόσβαση σε όλα τα κοινωνικά αγαθά με στόχο την ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου. Ο όρος που μπορεί να εκφράσει το πρόταγμα που έχουμε για αυτό τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας αλλά και τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουμε να κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση είναι ο αναρχικός κομμουνισμός. Συγκεκριμένα, με τον όρο αυτό εννοούμε μια κοινωνία που θα λειτουργεί σε ένα καθεστώς γενικευμένης αυτοδιεύθυνσης. Κάθε άτομο θα μπορεί να έχει και να λαμβάνει αυτά που χρειάζεται προσφέροντας μέσα από κοινότητα αυτά που μπορεί και θέλει. Πραγματική ατομική ελευθερία για όλους μπορεί να υπάρξει μόνο όταν υπάρχει κοινωνική και πολιτική ισότητα και πραγματική ισότητα μπορεί να υπάρξει μόνο όταν υπάρχει κοινωνική και ατομική ελευθερία.

ΘΕΣΕΙΣ

1.   Εκμετάλλευση της εργασίας, ταξικοί αγώνες

Η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας αποτελεί για εμάς πρωτεύουσα σχέση εξουσίας, γιατί παρ’ όλες τις επιμέρους διαφοροποιήσεις διαχείρισης του καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής, πυρηνικό στοιχείο της αναπαραγωγής του παραμένει η εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας. Η σχέση κεφαλαίου-εργασίας είναι μια σχέση εκμετάλλευσης και καταπίεσης, ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένη. Είναι η απόσπαση υπερεργασίας (απλήρωτης εργασίας) με την ειδική κοινωνική μορφή της υπεραξίας που, ως διαδικασία, αποτελεί το πυρηνικό στοιχείο συγκρότησης και αναπαραγωγής του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Ως εκ τούτου, η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας καταλαμβάνει κεντρικό ρόλο ως η σχέση/αντίθεση από την οποία (ανα)παράγεται η παρούσα ιστορικά συγκεκριμένη μορφή οργάνωσης του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων.

Η τάξη ως κατοχή

Σύμφωνα με το σκεπτικό μας, αυτό που ορίζει την αντικειμενική, συλλογική κατηγορία της κοινωνικής τάξης στην οποία κάποιος/α ανήκει και, κατ’ επέκταση, προσδιορίζει τη θέση του/της στη σχέση της ταξικής εξουσίας/κυριαρχίας, είναι η θέση που κατέχει στην παραγωγική διαδικασία, η θέση που κατέχει μέσα στις σχέσεις παραγωγής, τις καθορισμένες κοινωνικές σχέσεις, δηλαδή, που υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων στη διαδικασία της παραγωγής, ανεξάρτητα από τη θέληση και τη συνείδηση του. Με βάση αυτό τον κλασσικό ορισμό της τάξης -ως κατοχή- υπάρχουν δύο κύριες αντιμαχόμενες τάξεις, καθώς και μία σειρά μεσαίων τάξεων, τα όρια μεταξύ των οποίων είναι πολλές φορές θολά. Από τη μία μεριά η αστική τάξη είναι η τάξη που κατέχει τα μέσα παραγωγής και τα χρησιμοποιεί με σκοπό την παραγωγή και συσσώρευση κέρδους. Από την άλλη, η εργατική τάξη, η εκμεταλευόμενη τάξη που δεν κατέχει μέσα παραγωγής και ο μόνος τρόπος να επιβιώσει είναι πουλώντας την εργατική της δύναμη. [1] Το «εμπόρευμα» που ο εργάτης πουλά στον εργοδότη είναι η εργασία του, δηλαδή η παραγωγική δύναμη του σώματος και του μυαλού του, οι σωματικές και πνευματικές δυνατότητες του, η δημιουργικότητά του, η φαντασία του. Πουλάει, δηλαδή, τον ίδιο του τον εαυτό. Σε αντίθεση με ότι προέβλεπε ο Μαρξ ο ανταγωνισμός αυτός δεν απλοποιήθηκε, σχηματίζοντας δύο μόνο τάξεις και προλεταριοποιώντας τα μεσαία στρώματα.

Η τάξη ως κυριαρχία

Για μας, η κατοχή των μέσων παραγωγής αν και θεμελιώδες στοιχείο για τον καθορισμό των τάξεων, δεν είναι το μοναδικό, καθώς σημαντικό ρόλο επίσης παίζει η διευθυντική εξουσιαστική σχέση, η ανισότητα και η αντίθεση δηλαδή, μεταξύ διευθυντή και διευθυνόμενου, κυρίαρχου και κυριαρχούμενου. Για τον Μπακούνιν, η τάξη δεν θεμελιωνόταν μόνο στις σχέσεις με τα μέσα παραγωγής (π.χ. ιδιοκτησία ή όχι) αλλά και στις σχέσεις κυριαρχίας εντός μιας παραγωγικής μονάδας (π.χ. η διευθυντική δυνατότητα λήψης και επιβολής μιας απόφασης). Με βάση αυτή την αντίληψη, ο προσδιορισμός της κυρίαρχης τάξης δεν εξαντλείται μόνο στις σχέσεις κατοχής των μέσων παραγωγής αλλά επεκτείνεται και στον έλεγχο της χρήσης τους. Στη τελευταία αυτή κατηγορία μπορούν να ενταχθούν για παράδειγμα οι υψηλά ιστάμενοι μάνατζερ, τα διευθυντικά στελέχη, τα λεγόμενα golden boys κ.τ.λ., που ουσιαστικά επιτελούν τη διευθυντική λειτουργία στις μεγάλες ανώνυμες εταιρίες, στις οποίες η σχέση ιδιοκτησίας δεν έχει τον σαφή προσδιορισμό του προηγούμενου αιώνα.

Η τάξη ως κατοχή και κυριαρχία

Έτσι, κάπως σχηματικά, μπορούμε να πούμε ότι στη δική μας τάξη, στην εργατική τάξη ανήκουν όλοι όσοι πουλάν την εργατική τους δύναμη για να επιβιώσουν, δηλαδή οι χειρώνακτες ή μη εργάτες, οι εργάτες γης, οι δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, οι εποχιακά και περιστασιακά εργαζόμενοι, το επιστημονικό προσωπικό (μηχανικοί, χημικοί, γεωπόνοι κλπ), οι άνεργοι (το κομμάτι της τάξης που έχει πεταχτεί εκτός της παραγωγικής διαδικασίας), οι πρακτικάριοι και κάθε λογής μαθητευόμενοι, οι εργαζόμενοι σε stage / voucher κτλ, οι νοικοκυρές κ.α. [2]
Η αστική τάξη αποτελείται από τους κατόχους των μέσων παραγωγής αλλά και όσους επιτελούν τη διευθυντική σχέση εκεί όπου η κατοχή του κεφαλαίου είναι θολή: μέλη των ΔΣ, ανώτατα στελέχη και golden boys των μεγάλων πολυεθνικών ή μη εταιριών, ακόμα και αν δεν έχουν μερίδιο μετοχών, υψηλόβαθμα διευθυντικά στελέχη των τραπεζών (μάνατζερ, κλπ). Εκτός από τους αστούς όμως, εχθροί της τάξης μας -είτε ανήκουν στην αστική τάξη είτε όχι- είναι και όσοι στελεχώνουν τον κρατικό μηχανισμό σε τοπικό ή υπερ-τοπικό επίπεδο (δικαστές, δήμαρχοι, μπάτσοι, ανθρωποφύλακες κ.α.), καθώς και η κυβέρνηση, που, αν και δεν έχουν άμεσο ρόλο στην παραγωγική διαδικασία, αποτελούν σε κάθε περίπτωση οργανικό και καθοριστικό τμήμα του μηχανισμού διασφάλισης και επιβολής των συμφερόντων του κεφαλαίου κόντρα σε αυτών της εργατικής τάξης.
Ανάμεσα στις δύο τάξεις βρίσκονται άλλα [3] κατώτερα (μικροκαλιεργητές, αυτοαπασχολούμενοι κ.α.) και μεσαία (μικρο-επιχειρηματίες, εισοδηματίες κ.α.) στρώματα. Τα κατώτερα μπορούν να είναι -και πρέπει να στοχεύσουμε να είναι- σύμμαχα με την εργατική τάξη καθώς η κατάρρευση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι και προς το δικό τους υλικό συμφέρον.

Σχέση κεφάλαιο και άλλες σχέσεις εξουσίας

Η οργάνωση του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων με γνώμονα την παραγωγή και κυκλοφορία της αξίας αποτελεί θεμελιώδη ανάγκη του κεφαλαίου και ως εκ τούτου, δομική τάση του. Αυτό αποτυπώνεται στη διαρκή προσπάθειά του να ενσωματώνει, να αναδιαρθρώνει, να συγκροτεί, να καταργεί, να οξύνει ή να αμβλύνει τις εκάστοτε σχέσεις εξουσίας, πάντα με προοπτική τη διάσπαση και την πειθάρχηση της εργατικής τάξης και, κατ’ επέκταση, την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσής της, υποτιμώντας την τιμή του εμπορεύματος «εργατική δύναμη» και κάμπτοντας τις όποιες αντιστάσεις της. Το ιδιαίτερο αυτό γνώρισμα, που δεν απαντάται σε καμιά άλλη σχέση εξουσίας, οδηγεί στην αναγνώριση του πρωτεύοντος ρόλου της σχέσης-κεφάλαιο.

Η ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης

Προφανώς η αντικειμενική συνθήκη της ύπαρξης των τάξεων δεν επαρκεί για την συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης. Για την πραγματοποίηση της κοινωνικής επανάστασης απαιτείται η συνειδητή δράση της τάξης μας, η ανάπτυξη του υποκειμενικού παράγοντα της ταξικής και επαναστατικής συνείδησης (ο μετασχηματισμός της “τάξης καθ’ εαυτή” σε “τάξη δι’ εαυτή”). Η συνειδητοποίηση των συμφερόντων της τάξης μας, το ξεπέρασμα των διαχωριστικών γραμμών και των σχέσεων εξουσίας εντός της (διακρίσεις με βάση το φύλο, τη σεξουαλική κατεύθυνση ή κατεύθυνση φύλου, τη φυλή, την ηλικία και κάθε άλλου κοινωνικού διαχωρισμού που θρέφεται από τα αφεντικά μας με σκοπό τη διαίρεση μας και τον κατακερματισμό των αντιστάσεων μας) και η αυτόνομη οργάνωση της (χωρίς πρωτοπορίες, “επαναστατικά κόμματα”, διαμεσολαβήσεις, ιεραρχίες) είναι ο δρόμος που προτάσσουμε για την κοινωνική επανάσταση. Ο ιδιαίτερος ρόλος της εργατικής τάξης προκύπτει από το ότι βρίσκεται στο κέντρο της καπιταλιστικής αντίφασης, καθώς ο πλούτος της κοινωνίας παράγεται από την εκμετάλλευσή της, πλούτος όμως που στο μεγαλύτερο ποσοστό του, η ίδια τον στερείτε. Η δυνητική ικανότητά της να ανατρέψει την ταξική κοινωνία έγκειται στο ότι ο μόνος τρόπος για να οργανωθεί με γνώμονα τα υλικά της συμφέροντα είναι να ξεπεράσει τις διαιρέσεις στο εσωτερικό της και, με προοπτική την αυτοκατάργησή της, να συγκρουστεί με το κράτος και τα αφεντικά. [4]

Σημειώσεις:
[1] Για τη χρήση των όρων «εκμεταλλευόμενή/ες τάξη/ες»: Ως εκμεταλλευόμενη τάξη ορίζουμε μία: την εργατική, η οποία είναι η μόνη από την οποία αποσπάται υπεραξίας (και συνεπώς είναι εκμεταλλευόμενη). Ο όρος «εκμεταλυόμενες τάξεις» μας βρίσκει διάφωνους ακριβώς λόγω αυτού. Από την άλλη , ως «καταπιεζόμενες τάξεις» (ή «υποτελείς») ορίζουμε σαφώς ευρύτερες τάξεις από την εργατική (αγροτική, ελεύθεροι επαγγελματίες κτλ).
[2] Υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης το οποίο, ακριβώς για να υποτιμηθεί ευκολότερα, βαφτίζεται από τα αφεντικά ‘’ελεύθεροι επαγγελματίες’’, ‘’συνεργάτες’’, ‘’μαθητευόμενοι’’, ‘’εποχιακά εργαζόμενοι’’ κλπ ενώ στην πραγματικότητα καλύπτουν πάγιες ανάγκες επιχειρήσεων, σε άθλιο εργασιακό καθεστώς.
[3] Στον κυρίαρχο καθεστωτικό λόγο τα τελευταία χρόνια, σημαντικό ρόλο παίζει ο όρος “μεσαία τάξη”. Πρόκειται για μια πλαστή κατηγοριοποίηση που βαφτίζει κι ομογενοποιεί ως “μεσαία τάξη” μια σειρά εντελώς διαφορετικών στρωμάτων, από τμήματα της εργατικής τάξης, διάφορα ενδιάμεσα στρώματα και μεγάλα τμήματα της αστικής τάξης. Ο στόχος της χρήσης του όρου αυτού είναι η απόκρυψη της ίδιας της ταξικής φύσης του συστήματος, αποτελεί δηλαδή ένα ακόμα εργαλείο ιδεολογικής ηγεμονίας της αστικής τάξης.
[4] Εδώ διευκρινίζουμε πως, κατά τη γνώμη μας, η αλλοτρίωση των εργατών/τριών από το καπιταλιστικό φαντασιακό που έχει σαν αποτέλεσμα το να ταυτίζουν τα συμφέροντά τους με αυτά των αφεντικών τους ή να ορίζουν την διέξοδό τους από την παρούσα κατάσταση αποκλειστικά σαν την προσωπική τους ταξική ανέλιξη, δεν επηρεάζει την αντικειμενική ταξική τους θέση. Εξακολουθούν δηλαδή να είναι -σε επίπεδο υλικών σχέσεων και συμφερόντων- εργάτες, αλλά είναι σε επίπεδο συνείδησης, μικροαστοί.

Επιστροφή στην κορυφή

2.   Κοινωνικοί αγώνες

 Οι κοινωνικοί αγώνες αναδύονται μέσα από τις ανάγκες των καταπιεσμένων, που βάλλονται από την κυριαρχία του κράτους, του κεφαλαίου και όλων των εξουσιαστικών σχέσεων που αυτά επιβάλλουν στο κοινωνικό πεδίο.

Τέτοιοι αγώνες αναπτύσσονται διαρκώς μέσα στον εξουσιαστικό κόσμο, ιδιαίτερα σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης του συστήματος. Στο βαθμό που αναπτύσσονται από τα κάτω και ανταγωνιστικά προς αυτό, αποτελούν αναχώματα στους σχεδιασμούς του κράτους και του κεφαλαίου, επιχειρώντας την ανατροπή τους σε συγκεκριμένα σημεία τους.

Ως αναρχικοί και ως κομμάτι των εκμεταλλευομένων τμημάτων της κοινωνίας, οφείλουμε να συμμετέχουμε και να παρεμβαίνουμε συνεχώς και ενεργά στους κοινωνικούς αγώνες που είναι ανταγωνιστικοί προς τους σχεδιασμούς της κυριαρχίας, βρισκόμενοι σε διαρκή αλληλεπίδραση με τα κοινωνικά και ταξικά εγχειρήματα, στους εργασιακούς και τους ευρύτερους κοινωνικούς μας χώρους, λειτουργώντας προωθητικά για την ανάπτυξη αδιαμεσολάβητων, αντιιεραρχικών και αντιθεσμικών αγώνων. Συμμετέχουμε σε αυτούς με στόχο τη διαρκή ριζοσπαστικοποίηση του περιεχομένου τους, των διαδικασιών τους και των μέσων αγώνα τους.

Η διασύνδεση των κοινωνικών αγώνων και δομών συμβάλλει στην ανάπτυξη σχέσεων αλληλεγγύης τόσο μεταξύ των αγωνιζόμενων όσο και μεταξύ των αγωνιζόμενων με άλλες κοινωνικές ομάδες, τη μεγιστοποίηση των αποτελεσμάτων της δράσης των καταπιεσμένων και μπορεί να συνεισφέρει στην απόκτηση συνολικής θεώρησης για τον κοινωνικό/ταξικό ανταγωνισμό.

3.   Εθνικό ζήτημα – Εθνικισμός

 Ως αναρχικοί διεθνιστές, θεωρούμε την εθνική ταυτότητα (όπως αυτή ορίζεται από την σύγχρονη πραγματικότητα του έθνους-κράτους και τον συνακόλουθο εθνικισμό που αυτό παράγει) μια επίπλαστη ταυτότητα. Στην έννοια του έθνους δεν βλέπουμε παρά τον εγκλωβισμό της μεγάλης πλειοψηφίας της ανθρωπότητας σε ένα εχθρικό και απάνθρωπο καθεστώς, ενάντια στα άμεσα και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της. Το πολιτικό περιεχόμενο του όρου «πατρίδα» είναι το κράτος της (το έθνος-κράτος), υπαρκτό ή προς δημιουργία. Αυτό το κράτος δεν είναι και δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο πέρα από προστάτης του εαυτού του και χωροφύλακας των συμφερόντων της εκάστοτε μειοψηφικής ελίτ που έχει στα χέρια της την πολιτική και οικονομική εξουσία, τα μέσα παραγωγής και συνακόλουθα ρυθμίζει την παραγωγή και την κατανάλωση του πλούτου. Σήμερα, η μειοψηφία αυτή είναι η αστική τάξη (παρόλο που ιστορικά σε αυτόν το ρόλο έχουν εμφανιστεί και άλλες τάξεις ή πολιτικές ελίτ, όπως η κομματική γραφειοκρατία). Σε κάθε περίπτωση, ο αγώνας ενάντια στο κράτος είναι και αγώνας ενάντια στις «πατρίδες».

Η ταυτότητα που εμείς είμαστε αναγκασμένοι να αντιπαραβάλλουμε απέναντι στην εθνική, η οποία εμπεριέχει μια πραγματικότητα εκμετάλλευσης και καταπίεσης, είναι η ταξική. Επιδιώκουμε δηλαδή την ενότητα, τη συνεννόηση και την οργάνωση των καταπιεσμένων σε όλον τον κόσμο, ώστε να καταστραφούν οι πηγές του κοινωνικού προβλήματος: ο καπιταλισμός, το κράτος και η εκμετάλλευση και καταπίεση που η ύπαρξή και λειτουργία τους συνεπάγεται. Με άλλα λόγια, θέλουμε να καταργήσουμε τα έθνη/κράτη και τα αφεντικά τους. Η ύπαρξη αυτού του κόσμου εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, ταξικής διαίρεσης και διαχωρισμού συνεπιφέρει αναπόφευκτα την ύπαρξη ταξικού προσήμου στους αγώνες. Αναγνωρίζουμε ότι η ταξική ταυτότητα αποτελεί ουσιαστικά αρνητική ταυτότητα, προϊόν του παρόντος εκμεταλλευτικού συστήματος. Ωστόσο, την προβάλλουμε μέχρι η νέα ατομική και κοινωνική ταυτότητα να γίνει εφικτή: η ταυτότητα των αυτόνομων ανθρώπων και των αυτοθεσμιζόμενων κοινωνιών τους, με κομμουνιστική διαχείριση του πλούτου σε όλη τη γη.

Όμως, παρά το γεγονός ότι θεωρούμε την εθνική ταυτότητα επίπλαστη, δεν μπορούμε να υποκριθούμε ότι δεν υπάρχει. Η πλάνη που κάνει π.χ. τον «έλληνα εργάτη» να θεωρεί οικείο το αφεντικό του και εχθρό τον «τούρκο εργάτη» είναι παγιωμένη στη συνείδηση εκατομμυρίων ανθρώπων εδώ και αιώνες. Έχει ήδη διαμορφώσει, μέσα από αληθινές ή κάλπικες πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, μέσα από πολέμους και σφαγές, μέσα από την τρομοκρατία και τις μετακινήσεις πληθυσμών, την παγκόσμια δυστοπία της. Τα έθνη-κράτη υπάρχουν, οι εθνικές αστικές τάξεις απομυζούν την μερίδα του λέοντος της εργασίας των πολλών σε κάθε ένα από τα οικόπεδα του παγκόσμιου χάρτη. Κι αυτό οι εργαζόμενοι δεν το πληρώνουν μόνο με το να είναι υποτελείς σε κυβερνήσεις ή το να νέμονται μόνο τα ψίχουλα του ιδρώτα τους: ανάμεσα στα κράτη και τις εθνικές αστικές τάξεις υπάρχει τόσο η συνεργασία και η συσπείρωση για την επίτευξη καλύτερων συνθηκών εξουσίας επί των υπηκόων τους όσο και ιεραρχία, ανταγωνισμός, σύγκρουση. Η τάξη μας δεν έχει απέναντί της μόνο τους μεμονωμένους αστούς και τους ανταγωνισμούς τους αλλά και τα κράτη που ως συλλογικοί καπιταλιστές αποσπούν υπεραξία με οικονομικούς, πολιτικούς και κάθε είδους τρόπους.

Ακόμη και σήμερα που βλέπουμε την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου και διακρατικές οντότητες όπως η Ε.Ε. να υποβαθμίζουν την ισχύ των εθνικών κρατών και των αστικών τους τάξεων, ο πόλεμος και οι διάφορες μορφές καταπίεσης που δομούνται γύρω από την εθνική ταυτότητα συνεχίζουν να είναι στην ατζέντα.

Ως αναρχικοί, δεν μπορούμε παρά να δίνουμε τη μέγιστη σημασία στην αποτροπή των εθνικών συγκρούσεων. Για εμάς κάθε εθνικός πόλεμος είναι μια μορφή εμφυλίου ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους. Συνεπώς, αποβλέπουμε στην αποτροπή του, το σταμάτημά του και αν είναι δυνατόν την εκτροπή του σε επαναστατικά μονοπάτια. Επίσης, δεν μπορούμε να αγνοούμε πως η εθνικιστική πλάνη αναπαράγει τον εαυτό της μέσα από τον φαύλο κύκλο των πολιτισμικών διωγμών και των υποχρεωτικών ομογενοποιήσεων. Η «πατρίδα» θα υπερασπίσει τον εαυτό της επιβάλλοντας όσες κοινότητες θεωρεί απαραίτητες. Γλώσσες, κουλτούρες, ήθη μειονοτήτων θα βρεθούν στο στόχαστρο απλώς και μόνο επειδή η ύπαρξή τους αποτελεί πιθανό φυτώριο για μια νέα αστική τάξη και μια πολιτική ελίτ, που θα επιδιώξει με τη σειρά της τη δική της επέκταση και αναπαραγωγή. Ειδικά στη Βαλκανική χερσόνησο όπου ζούμε, η συνθήκη αυτή παραμένει σταθερή εδώ και αιώνες. Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα όλων των μειονοτήτων να διατηρήσουν και να εξελίξουν τις πολιτισμικές τους ιδιαιτερότητες και σε αυτό το επίπεδο στεκόμαστε στο πλευρό τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στηρίζουμε αιτήματα εθνικής αυτοδιάθεσης και σεπαρατισμούς που επιδιώκουν στην θέση ενός «αλλοεθνή» εκμεταλλευτή να βάλουν έναν «ομοεθνή».

Δεν υιοθετούμε στρουθοκαμηλικές λογικές που θεωρούν ότι αν αγνοήσεις την ύπαρξη των πολύπλοκων εθνικών ανταγωνισμών και επικεντρωθείς στην υπονόμευση αποκλειστικά της δικής σου «πατρίδας», τότε αυτοί θα εξαφανιστούν. Κατά συνέπεια, δεν υιοθετούμε απόψεις του λενινισμού και της αυτονομίας περί επαναστατικού ντεφετισμού ή λογικές που θεωρούν πως ένα απελευθερωτικό/ταξικό κίνημα στο εσωτερικό ενός κράτους πρέπει να αποκλείει από την κριτική του εθνικές αστικές τάξεις και επεκτατισμούς που βρίσκονται σε αντίπαλη θέση με το κράτος αυτό.

Στον αντίποδα, λογικές αριστερού πατριωτισμού, θεωρίες για προοδευτικούς εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, ανόητοι εκβιασμοί για την αποφυγή της κριτικής σε εθνικά κινήματα ή λογικές σταδίων και «προτεραιοτήτων», δεν οδηγούν παρά στην ταπείνωση της απελευθερωτικής προοπτικής μέσα από την υποταγή στην κυριαρχία των εθνών-κρατών που προβάλλονται σαν η μοναδική εφικτή πραγματικότητα. Δεν βρίσκουμε αντίφαση στο να στεκόμαστε έμπρακτα αλληλέγγυοι όταν αναγνωρίζουμε απελευθερωτικές βλέψεις αγωνιζόμενων λαών στιγματίζοντας παράλληλα τις εξουσιαστικές βλέψεις εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων και των ηγεσιών τους.

Για εμάς ο κύριος εχθρός βρίσκεται πρώτα μέσα στην ίδια την «πατρίδα μας», πρώτα από όλα γιατί αυτόν έχουμε κάθε μέρα απέναντί μας. Εχθρός μας όμως είναι η αστική τάξη και οι εξουσιαστικές ελίτ και των γειτονικών κρατών και όλων των κρατών. Εχθροί μας είναι και οι διακρατικοί σχηματισμοί όπως η ΕΕ ή το ΝΑΤΟ.

Αλλά δεν είναι μόνο η εγγύτητα που κάνει τον «ομοεθνή» ταξικό εχθρό τον σημαντικότερο: αν η εθνική ταυτότητα είναι από τα ισχυρότερα εργαλεία συντήρησης μιας ταξικής κοινωνίας, αυτό το επιτυγχάνει εγκλωβίζοντας και κονιορτοποιώντας τους καταπιεσμένους στη δυστοπία του «ρεαλισμού» της. Πρέπει να αρνούμαστε με το παράδειγμά μας να υποταχθούμε σε αυτόν τον «ρεαλισμό». Χτίζουμε διεθνείς επαναστατικές γέφυρες, οργανωνόμαστε σε πολιτικό επίπεδο με άλλους αναρχικούς συντρόφους μας και προτάσσουμε την οργάνωση σε κοινωνικό επίπεδο των καταπιεζόμενων και εκμεταλλευόμενων όλων των χωρών, και κυρίως των γειτονικών, στην προοπτική της συλλογικής εξέγερσης ή της ενεργού στήριξης όποιου κατορθώσει να επαναστατήσει πρώτος.

Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι έχουν υπάρξει ή μπορούν να υπάρξουν ιστορικές στιγμές που η εθνική καταπίεση μπορεί να λάβει τόσο τρομακτική και γενοκτονική μορφή που η αντίσταση σε αυτήν να γίνει προσωρινά πρώτη προτεραιότητα. Ακόμα όμως και σε μια τέτοια περίπτωση, το διακύβευμα της κοινωνικής απελευθέρωσης δεν μπορεί να επισκιαστεί. Ακόμα και τότε οι αναρχικοί οφείλουμε να μην υποστείλουμε τη σημαία μας στο όνομα καμιάς εθνική ενότητας ή εθνικών μετώπων με προοδευτικό ή μη πρόσημο.

4. Ιμπεριαλισμός

 Ο ιμπεριαλισμός είναι δομικό στοιχείο του κράτους και του καπιταλισμού. Προϋπόθεση του ιμπεριαλισμού είναι η ύπαρ- ξη κράτους και αστικής τάξης. Μέσα στα πλαίσια των ενδο- κρατικών/ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών εκδηλώνονται ιμπεριαλισμοί με διαφορετικές δυναμικές. Επιπλέον, στην επι- κράτεια ενός κράτους μπορούν να επεμβαίνουν, να συνεργά- ζονται ή/και να συγκρούονται διαφορετικοί ιμπεριαλισμοί. Τα παραπάνω συνδέονται άμεσα με τη σύγχρονη πραγματικότητα στην ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Για παράδειγμα, στον ελλαδικό χώρο σήμερα επενεργούν διαφορετικοί ιμπε- ριαλισμοί, με τους οποίους συνδέονται διάφορα κομμάτια της άρχουσας τάξης, η συντριπτική πλειοψηφία της οποίας υιοθετεί ως στρατηγική επιλογή στη σύγχρονη συγκυρία την πρόσδεση στην ΕΕ, το ΝΑΤΟ και άλλους ευρωατλαντικούς μηχανισμούς.

5.   Μεταναστευτικό – Ρατσισμός

 Ο όρος ρατσισμός παραπέμπει ετυμολογικά στον φυλετικό διαχωρισμό και στην αντίληψη ότι κάποια φυλή (π.χ. λευκή) είναι ανώτερη των υπολοίπων. Ωστόσο, στις μέρες μας, με τον όρο «ρατσισμός» περιγράφονται ευρύτερες κοινωνικές διακρίσεις με βάση τη φυλή, την εθνότητα, το φύλο, το χρώμα δέρματος, τη θρησκεία, τη σεξουαλική προτίμηση και ποικίλα άλλα χαρακτηριστικά. Ο ρατσισμός και οι ρατσιστικές συμπεριφορές εντοπίζονται και έχουν εκδηλωθεί ιστορικά σε διάφορες μορφές και από διαφορετικές ανθρώπινες κοινωνίες. Ωστόσο, στη σύγχρονη ιστορία ο ρατσισμός απέκτησε ιδεολογικό υπόβαθρο ώστε να αποτελέσει θεωρητικό έρεισμα για την εκμετάλλευση, την υποδούλωση έως και τον αφανισμό λαών ή συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Ο ρατσισμός φέρει ως απότοκο τον κατακερματισμό και την υποδούλωση της παγκόσμιας εργατικής τάξης αλλά και ευρύτερα των καταπιεζόμενων, ωθώντας τους μεθοδικά στο αλληλοφάγωμα. Στον πόλεμο μεταξύ των προλετάριων, οι μόνοι κερδισμένοι είναι το κράτος και τα αφεντικά. Η εξαναγκαστική μετανάστευση οξύνεται σήμερα τόσο εξαιτίας του καπιταλισμού και του εθνοκρατισμού που προκαλούν πολέμους, φυσικές καταστροφές και λεηλασία των φυσικών πόρων όσο και εξαιτίας των συνθηκών επιβολής της κυριαρχίας του κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο.

Το κράτος και το κεφάλαιο διαχειρίζονται το μεταναστευτικό ζήτημα έχοντας ως στόχο τον κατακερματισμό των καταπιεσμένων. Τα σύνορα αποτελούν ένα είδος στρόφιγγας μέσω της οποίας το κράτος διαχειρίζεται το εργατικό δυναμικό με γνώμονα τις ανάγκες των αφεντικών αλλά και πολιτικές σκοπιμότητες, ανάλογα με τους πολιτικούς και οικονομικούς συσχετισμούς.

Για να επιτευχθεί αυτή η διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, η μετανάστευση αντιμετωπίζεται ως συλλογική παρανομία. Η πολιτική των ανεπτυγμένων κρατών για τη μετανάστευση καθορίζεται από το δίπολο καταστολή-ενσωμάτωση και κατοχυρώνει τη διάκριση σε «νόμιμους» και «παράνομους», επιβάλλοντας την άγρια καταστολή των περισσοτέρων που παραμένουν «χωρίς χαρτιά» (απελάσεις, στρατόπεδα συγκέντρωσης, γκέτο, ναρκοπέδια, φράχτες, κάθε είδους κακοποίηση).

Η παρανομοποίηση των μεταναστών τούς καθιστά φθηνό εργατικό δυναμικό για την οικονομία. Η ποινικοποίηση της μετανάστευσης είναι κομμάτι της πολυεπίπεδης καταστολής, εκμετάλλευσης και καταπίεσης των απόκληρων του εξουσιαστικού-καπιταλιστικού κόσμου. Συνεπώς, η αλληλεγγύη μας με τους μετανάστες απορρέει από την αναγνώριση της κοινωνικής και ταξικής μας εγγύτητας.

Ως αναρχικοί, είμαστε αντιρατσιστές και διεθνιστές, είμαστε εχθρικοί απέναντι σε κάθε συνθήκη που προκαλεί την εξαναγκαστική μετανάστευση των ανθρώπων από τις εστίες τους. Υποστηρίζουμε την κατάργηση των συνόρων, την ελεύθερη μετακίνηση όλων των ανθρώπων και την ισότιμη συμμετοχή όλων σε κάθε πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας. Κατά συνέπεια, το διεθνιστικό πρόταγμά μας έρχεται σε αντίθεση με την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Στεκόμαστε αλληλέγγυοι στους αγώνες των μεταναστών, προωθώντας τη σύνδεση τους με τους αγώνες των ντόπιων, επιχειρώντας να οξύνουμε τα πολιτικά και ταξικά χαρακτηριστικά τους και να συνολικοποιήσουμε τα προτάγματα τους στην κατεύθυνση της πανανθρώπινης χειραφέτησης.

6.   Φασισμός – Ναζισμός

 Ως πολιτική έκφραση του κράτους και της αστικής τάξης, ο φασισμός και ο ναζισμός ιστορικά αποτέλεσαν την ακραία έκφραση της αντεπανάστασης.

Το κοινωνικό έδαφος στο οποίο αναπτύσσεται ο φασισμός δημιουργείται από τα κυρίαρχα παραδείγματα (τον ανταγωνισμό και τον πόλεμο όλων εναντίον όλων, τον ατομικισμό, τον κοινωνικό συντηρητισμό) που παράγει ή αναπαράγει το εξουσιαστικό-εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα, μέσω του κράτους.

Σε συνθήκες κρίσης, κράτος και αφεντικά επιλέγουν στρατηγικά τον φασισμό αποσκοπώντας στη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας και της εργασίας. Η σχέση του κράτους και του καπιταλισμού με τα νεοναζιστικά και φασιστικά μορφώματα είναι οργανική. Λειτουργούν ως δεκανίκι/εφεδρεία σε περιόδους καπιταλιστικής ομαλότητας και αναβαθμίζονται σε περιόδους κρίσης. Ο φασισμός χρησιμοποιείται για τη συστράτευση των πιο συντηρητικών και οπισθοδρομικών κομματιών της κοινωνίας με τους μηχανισμούς του κράτους και των αφεντικών, ανα- παράγοντας και επιστρατεύοντας το ιδεολόγημα και τη ρητορική του εθνικισμού.

Η πάλη ενάντια στο φασισμό αποτελεί σημαντική διαδικασία για το κοινωνικό-ταξικό κίνημα, καθώς η επικράτησή του περνάει μέσα και από τον αντιφασιστικό αγώνα. Γι’ αυτό είναι καθοριστικό όχι μόνο το ξεσκέπασμα του ρόλου του φασισμού αλλά και το ταυτόχρονο και διαρκές χτύπημά του.

Για εμάς η σύγκρουση με τον φασισμό είναι κομμάτι της πάλης ενάντια στις δυνάμεις του κράτους και του κεφαλαίου. Θεωρούμε ότι ο αντιφασιστικός αγώνας είναι συγχρόνως και αντιεξουσιαστικός, καθώς η πάλη ενάντια στον φασισμό είναι κομμάτι της πάλης ενάντια σε κάθε εξουσία, έχοντας αντικρατικά-αντιθεσμικά χαρακτηριστικά ώστε να αντιμάχεται τις συνθήκες που τον γεννούν. Ταυτόχρονα, ο αντιφασισμός συμβάλλει στην ανάπτυξη ενός άλλου κοινωνικού παραδείγματος που υπερασπίζεται την οικονομική και πολιτική ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη χωρίς αποκλεισμούς και εξαιρέσεις στη βάση του φύλου, της φυλής, της θρησκείας και της εθνότητας. Ο αντιφασιστικός αγώνας είναι παράλληλα και ταξικός καθώς υπερασπίζεται τα ειδικά συμφέροντα των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων που προκύπτουν από την ταξική ανισότητα. Οποιαδήποτε άλλη πολιτική προσέγγιση που εξαντλείται σε «δημοκρατικές» νόρμες, μεταφέρει το ζήτημα σε αστικά πλαίσια, όπου ρεφορμιστικές δυνάμεις αναλαμβάνουν την ηγεσία ενός αντιφασιστικού «αγώνα» που δεν είναι ταυτόχρονα και αντικαπιταλιστικός. Το ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο του αντιφασιστικού αγώνα αμφισβητεί και θίγει ολόκληρη την φιλοσοφική αφήγηση του ίδιου του φασισμού αλλά και της μήτρας που τον γεννά, του κράτους και του καπιταλισμού. Τέλος, ο αντιφασισμός οφείλει να είναι μαχητικός και να διαμορφώνει δομές αυτοπροστασίας του κοινωνικού κινήματος και των καταπιεσμένων λαμβάνοντας όλα τα απαραίτητα μέτρα για να αναχαιτιστεί ο φασισμός μέχρι το καθοριστικό τσάκισμα και την εξάλειψή του.

7.   Πατριαρχία – Έμφυλες διακρίσεις

Στη Δύση μετράμε εκατοντάδες χρόνια διώξεων, στιγματισμού, απροκάλυπτου ή και καλυμμένου κοινωνικού αποκλεισμού ενάντια σε άτομα με “διαφορετική” ταυτότητα φύλου και σεξουαλικό προσανατολισμό. Σήμερα, κλείνοντας τα μάτια όχι μόνο στο παρελθόν τους αλλά και στο παρόν τους, οι Δυτικές κοινωνίες αρέσκονται να δείχνουν με αποτροπιασμό τους «ανορθολογικούς φανατικούς μουσουλμάνους που καταπιέζουν και κάπου-κάπου πετροβολούν τις γυναίκες τους» και να βαυκαλίζονται ότι οι ίδιες έχουν αφήσει τον σεξισμό στο παρελθόν. Την ίδια στιγμή όμως που το Ισλάμ δαιμονοποιείται για τη σεξιστική του στάση απέναντι στις γυναίκες και τα lgbtqia+ άτομα, στη Δύση που υποτίθεται “έχει πλέον φτάσει σε ένα επίπεδο διευρυμένης ισότητας μεταξύ των «δυο» φύλων”, όσες συνεχίζουν να διεκδικούν και να παλεύουν απέναντι στην πατριαρχία χαρακτηρίζονται «υστερικές» ενώ ο φεμινισμός θεωρείτε (πολλές φορές ακόμα και στους ίδιους τους κόλπους του ανταγωνιστικού κινήματος) ως «αντίστροφος σεξισμός». Την ίδια όμως στιγμή στον «πολιτισμένο (υποτίθεται) κόσμο» lgbtqia+ άτομα δέχονται ποικίλες κοινωνικές καταπιέσεις ή ακόμα και πέφτουν θύματα βασανισμών και δολοφονιών από λευκούς μάτσο χριστιανούς. Οι -κατά τα άλλα-‘’απελευθερωμένες δυτικές γυναίκες’’ ξέρουν ότι βγαίνοντας από το σπίτι κάποιος θα τις κοιτάξει σαν ένα κομμάτι κρέας, κάποιος θα τους σφυρίξει, κάποιος θα τους ‘την πέσει’. Θα τις βάλουν χέρι στον δρόμο ή στο λεωφορείο. Θα ακούσουν τις γνωστές σαχλαμάρες για το πόσο από το σώμα τους είναι «πρέπον» να αφήνουν ακάλυπτο, πως πρέπει να μιλάνε, να γελάνε, να κάθονται. Από το νηπιαγωγείο ακόμα, θα αρχίσουν να μαθαίνουνε πως να γίνουνε καλές σύζυγοι, μάνες, νοικοκυρές. Θα πάνε στη δουλειά, όπου θα πληρώνονται λιγότερο από τους άρρενες συναδέλφους τους. Αν είναι τυχερές θα τις προσλάβουν -αφότου διαβεβαιώσουνε το υποψήφιο αφεντικό τους ότι δεν έχουνε κανένα σκοπό να μείνουμε έγκυες και ξέροντας ότι αν αυτό συμβεί θα απολυθούνε-. Θα γυρίζουνε σπίτι, θα μαγειρεύουνε και θα κάνουνε όλες τις δουλειές του σπιτιού. Πολλές από εκείνες θα βιώνουνε και πιο “αναβαθμισμένες” εκφράσεις της περίφημης Δυτικής ισότητας: κακοποιήσεις, ξυλοδαρμούς, βιασμούς. Σπίτι, δουλειά, δρόμος είναι διαφορετικές πινελιές του ίδιου σεξιστικού καμβά.

Μέσα στο συντηριτικοποιημένο πλαίσιο των τελευταίων ετών, η ‘’κουλτούρα του βιασμού’’ προελαύνει. Με αυτόν τον όρο κωδικοποιείται και συμπυκνώνεται το σύνολο των συμπεριφορών, απόψεων, στάσεων, κινήσεων, πρακτικών, ατομικών, συλλογικών ή και ευρέως κοινωνικών που αιτιολογούν, ανέχονται ή προωθούν -άμεσα ή έμμεσα- την αντικειμενοποίηση το γυναικείου κορμιού, που το εκλαμβάνουν ως κάτι που υπάρχει με αποκλειστικό σκοπό να προσφέρει ικανοποίηση στον άντρα. Είναι όλες εκείνες οι πτυχές του λόγου και της πράξης που διαχέουν και κανονικοποιούν την έμφυλη βία, που ψάχνουν αφορμές να τη δικαιολογήσουν, που προωθούν τη σεξουαλική αντικειμενοποίηση, που εδραιώνουν τα στερεότυπα. Η πιο εξόφθαλμη και αντιπροσωπευτική -και δυστυχώς τόσο, μα τόσο διαδεδομένη- έκφραση της κουλτούρας του βιασμού είναι η συνήθης κοινωνική αντιμετώπιση: «φταίει το θύμα». Η δυσπιστία -κοινωνική, αστυνομική, μιντιακή, δικαστική- προς το θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης/επίθεσης είναι ο κανόνας. Δεν φταίει ο άντρας που βίασε, αλλά η γυναίκα, γιατί η ίδια οφείλει να προσέχει να μην πέσει θύμα βιασμού.

Η ετεροκανονικότητα, η ιδεολογική αντίληψη, δηλαδή, της φυσιολογικής -και άρα υποχρεωτικής- ετεροφυλοφιλίας (και συνεπακόλουθα, της ‘’ανώμαλης’’ και ‘’μιαρής’’ ομοφυλοφιλίας) αποσκοπεί στην πειθάρχηση και κανονικοποίηση της σεξουαλικής/ερωτικής έκφρασης και επιθυμίας ώστε να συγκροτηθεί, να θωρακιστεί και να διαιωνιστεί το πρότυπο της οικογενειακής παραγωγικής μονάδας. Ομοφυλόφιλα, αμφιφυλόφιλα, queer, asexual, intersexual, τρανς άτομα γίνονται αντικείμενο παρενοχλήσεων, βίας, αποκλεισμού, χλευασμού, ακόμα και επιθέσεων.

Στηρίζουμε στο εδώ και στο τώρα τα αιτήματα της lgbtqia+ κοινότητας για πολιτικό γάμο ή/και σύμφωνο συμβίωσης ομόφυλων ή οποιωνδήποτε άλλων “αντισυμβατικών” ζευγαριών, τεκνοθεσία, κατοχύρωση της ταυτότητας φύλου, καταπολέμηση των αρνητικών διακρίσεων στον χώρο της δουλειάς, χωρίς όμως να τρέφουμε καμιά ψευδαίσθηση ότι ακόμα και η ικανοποίηση αυτών των μερικών αιτημάτων αρκεί για να άρει τον ουσιαστικά και δομικά εξουσιαστικό και καταπιεστικό (σεξιστικό, ομοφοβικό, μισογύνικο, ρατσιστικό κλπ) πυρήνα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Το βλέμμα μας είναι πάντα στραμμένο σε ένα μέλλον σεξουαλικής ελευθερίας, ισότητας, ποικιλότητας, πολυσυντροφικότητας, σπασίματος των ταυτοτήτων.

Η πατριαρχία έχει υψώσει εμπόδια και απαγορεύσεις στον έρωτα και πραγματεύεται τις σεξουαλικές σχέσεις με όρους αποκλειστικότητας και ιδιοκτησίας, με αποκορύφωμα αυτόν της συνθήκης της μονογαμίας, είτε εκτός, είτε -πολύ περισσότερο- εντός οικογένειας. Αρνείται λοιπόν την πολυσυντροφικότητα και τον ελεύθερο έρωτα που ανοίγουν τον δρόμο για τη σεξουαλική αυτοδιάθεση και απελευθέρωση, διότι αποστερούν από τον cis άνδρα την εξουσία που του προσδίδει πατριαρχία, και άρα αμφισβητούν έμπρακτα το οικογενειακό κύτταρο. Ο ορισμός του τι είναι «κανονικό» και τι όχι μας χωράει όλους: τον ετερόφυλο άντρα και την ετερόφυλη γυναίκα στην πρώτη κατηγορία και όλους τους υπόλοιπους στη δεύτερη. Η πατριαρχία, όμως, ως κοινωνική σχέση, λειτουργεί ταυτόχρονα και ως μορφή καταπίεσης και για τον/ην ετερόφυλο/η άντρα/ γυναίκα, οι οποίοι/ες αναγκάζονται να χωρέσουν μέσα στα κανονικοποιημένα πρότυπα που κυριαρχούν και επιβάλλονται.

Εδώ να τονίσουμε ότι θα ήμασταν αφελείς αν θεωρούσαμε πως τα μέλη του κινήματος είναι απρόσβλητα από την πατριαρχία ή την έχουν νικήσει. Δεν ζούμε σε μια νοητή γυάλα, όλες/οι είμαστε κομμάτια της καπιταλιστικής κοινωνίας και είμαστε φορείς, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, των σημασιών της και της κυρίαρχης ιδεολογίας. Ο αγώνας ενάντια στην πατριαρχία και τον σεξισμό δεν τελειώνει με το που κάποιος δηλώνει αναρχικός/αντιεξουσιαστής, αλλά, αντίθετα τότε είναι που ξεκινάει ουσιαστικά. Οφείλουμε να δημιουργήσουμε αναλυτικά εργαλεία, δομές, και τελικά μια κινηματική κουλτούρα που θα απελευθερώνει τους ανθρώπους από τα δεσμά της πατριαρχίας, κι αυτό δε μπορεί παρά να συμβαίνει χέρι-χέρι με την πάλη ενάντια σε κράτος και καπιταλισμό.

Η σχέση κεφαλαίου εργασίας με την πατριαρχία

Αντιλαμβανόμενοι τον κεντρικό ρόλο που καταλαμβάνει η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας ως η σχέση/αντίθεση από την οποία (ανα)παράγεται ο υπάρχων κοινωνικός σχηματισμός και όντας ταυτόχρονα μέρος της εργατικής τάξης, δεν μπορούμε παρά να προσεγγίζουμε και να ερμηνεύουμε κάθε σχέση εξουσίας εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας από μια κατ’ εξοχήν ταξική σκοπιά. Αυτό σημαίνει, καταρχάς, ότι προσπαθούμε να εντοπίζουμε και να αναδεικνύουμε την ειδικά καπιταλιστική μορφή της, τον τρόπο, δηλαδή, με τον οποίο η εκάστοτε εξουσιαστική σχέση λαμβάνει ταξική υπόσταση και εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Αποτελεί διαρκή τάση και ζωτική ανάγκη του κεφαλαίου να οργανώνει το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων με γνώμονα την (ανα)παραγωγή και κυκλοφορία της αξίας.

Επιχειρώντας να εντοπίσουμε τον τρόπο με τον οποίο η πατριαρχία, καταλαμβάνοντας τον ρόλο του ελέγχου της (ανα)παραγωγικής δύναμης των γυναικών, καθίσταται εργαλείο του καπιταλισμού -μιας και σαφώς προϋπάρχει αυτού- μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε τον ρόλο του σεξισμού στην παραγωγική διαδικασία. Εδώ, αντιπροσωπευτικότερο, ίσως, παράδειγμα είναι η άμισθη οικιακή εργασία που υποχρεώνεται να παρέχει η σύζυγος-μητέρα-νοικοκυρά, πλέον και εργαζόμενη, γυναίκα, ώστε να αναπαραχθεί, με τη σειρά της, η εργατική δύναμη του άντρα εργάτη αλλά και των μελλοντικών εργατών – παιδιών. Ο καπιταλισμός χρειάζεται την έμφυλη καταπίεση για να μετατρέψει τη γυναίκα σε εργαλείο παραγωγής της εργατικής δύναμης, και αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που ο σεξισμός είναι και θα είναι δομικό μέρος αυτού.

Ο καπιταλισμός χρειάζεται την πατριαρχία για έναν ακόμα λόγο: αυτή είναι απαραίτητη -μεταξύ πολλών άλλων σχέσεων καταπίεσης που «προσφέρουν» την ίδια υπηρεσία στο κεφάλαιο- για τη διαίρεση της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων, για τον κατακερματισμό των αντιστάσεων της. Οι διακρίσεις βάσει της κατεύθυνσης φύλου, της σεξουαλικής κατεύθυνσης, της ηλικίας, του σωματικού βάρους, της «φυλής» και κάθε άλλης διαχωριστικής γραμμής (straight/ lgbtqia+, νόμιμος εργάτης/ χωρίς χαρτιά, γυναίκα/ άντρας κ.ά.) καλλιεργούνται επιμελώς από την κυριαρχία και αναπαράγονται τόσο υλικά (μισθολογικές διαφορές, αποκλεισμός κατηγοριών από την αγορά εργασίας κ.α.) όσο και ιδεολογικά.

Είναι, τέλος, απαραίτητη (και πάλι μεταξύ άλλων μορφών διακρίσεων) για να αποσύρεται από την παραγωγή το περιττό εργατικό δυναμικό. Όταν οι ανάγκες του καπιταλισμού είναι αντίστοιχες, βλέπουμε μεγάλες κοινωνικές μερίδες, μέχρι πρότινος αποκλεισμένες, να εντάσσονται σταδιακά στη δημόσια σφαίρα, με ταυτόχρονη μια γιγάντια επιχείρηση μάρκετινγκ που μεταστρέφει και αντιστοιχίζει τις ‘’επιθυμίες’’ τους σε εμπορεύματα, καθιστώντας τους ένα προς εκμετάλλευση και καναλαρισμένο καταναλωτικό κοινό, με την υιοθέτηση αντίστοιχων και εξίσου καταπιεστικών προτύπων. Μια άλλη πτυχή είναι οι κυμαινόμενες παραγωγικές ανάγκες που έχουν ως επακόλουθο τα αφεντικά να αντιμετωπίζουν τον γυναικείο πληθυσμό σαν ένα εφεδρικό εργατικό δυναμικό που, ανάλογα με την ζήτηση σε εργατικά χέρια, εντάσσεται ή εκτοπίζεται από την παραγωγική διαδικασία και, κατ’ επέκταση, συμμετέχει περισσότερο στην κοινωνική ζωή ή περιορίζεται στην οικιακή σφαίρα. Η πρόοδος και η διεύρυνση των δημοκρατικών ελευθεριών δεν είναι μια γραμμική, εξελικτική διαδικασία της οποίας ο καπιταλισμός εγγυάται την σταθερότητα, αλλά ένα εργαλείο στα χέρια του που χρησιμοποιείται κατά περίπτωση: μία στρόφιγγα ελέγχου των προσφερόμενων εργατικών χεριών. Φυσικά οι κοινωνικές αντιστάσεις παίζουν τεράστιο ρόλο εδώ -όπως και σε όλα τα πεδία άσκησης της εξουσίας, με το φεμινιστικό κίνημα να μετρά αιώνας παρουσίας με πλούσια θεωρητική παράδοση και ιστορία μαχητικών αγώνων.

Ο πρωτεύων ρόλος που αναγνωρίζουμε στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται ότι πέφτουμε στην παγίδα να ανάγουμε όλο το φάσμα των σχέσεων εξουσίας (έμφυλες διακρίσεις, ρατσισμός, πειθαρχικοί μηχανισμοί, κανονικότητες κ.ά.) αποκλειστικά ως απότοκο των σχέσεων παραγωγής, που θα απονεκρωθεί υποχρεωτικά με την πτώση του καπιταλισμού. Μια τέτοια προσέγγιση υστερεί στην αναγνώριση της σχετικής αυτονομίας των παραπάνω σχέσεων, καθώς και της ικανότητάς τους να επηρεάζουν και να διαμορφώνουν την ίδια τη μορφή οργάνωσης των παραγωγικών σχέσεων. Από την άλλη, όμως, δεν πέφτουμε και στην παγίδα τις υιοθέτησης μεταμοντέρνων ιδεολογικών ερμηνειών, οι οποίες αντιλαμβάνονται σφαίρες σχέσεων εξουσίας περιστασιακά αλληλοσχετιζόμενες, αλλά, κατά βάση, διακριτές, ανεξάρτητες και, κυρίως, ισοβαρείς. Το κίνημα οφείλει να κατανοήσει τα επιμέρους βιώματα καταπίεσης ως μέρος ενός όλου, μίας πραγματικότητας που αποτελείται από διαφορετικές αλλά αλληλοσχετιζόμενες αιτιακά και πραγματικά σφαίρες εξουσίας. Για εμάς, ο αντι-σεξισμός δε μπορεί να είναι το μοναδικό πεδίο πάλης, αγνοώντας τη ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας. Ομοίως, η ταξική πάλη δε μπορεί σε καμία περίπτωση να αγνοεί όλες τις άλλες συνθήκες που περιορίζουν και καταπιέζουν ατομικά ή συλλογικά υποκείμενα. Οι λογικές ιεράρχησης των σχέσεων καταπίεσης, που υιοθετήθηκαν και υιοθετούνται ακόμα από μεγάλο μέρος του μαρξιστικού χώρου, οι οποίες μιλάνε για «απελευθέρωση» πρώτα από τα ταξικά δεσμά, η οποία θα φέρει σχεδόν ”μεταφυσικά” απελευθέρωση από όλα τα δεσμά στη μετά την επανάσταση εποχή, ηττήθηκαν όχι μόνο πρακτικά αλλά και πολιτικά.

Αγώνας παράλληλα σε όλα τα μέτωπα, απέναντι σε όλες τις σχέσεις εξουσίας, εδώ και τώρα: όχι σε κάποια επαναστατικό επέκεινα. Κοινός αγώνας των ατόμων όλων των κατευθύνσεων φύλου και όλων των σεξουαλικών κατευθύνσεων, μέχρι την απελευθέρωση όλων μας από τις κανονικότητες που μας επιβάλλονται.

8. Κοινωνικές διακρίσεις

 

Κάθε εξουσιαστικό σύστημα παράγει τις δίκες του κοινωνικές διακρίσεις και κοινωνικά στερεότυπα. Στη σύγχρονη εποχή, η αναπαραγωγή των κοινωνικών διακρίσεων είναι προϊόν του κρατικού και του καπιταλιστικού συστήματος και των ταξι- κών αντιθέσεων που καλλιεργούνται συστηματικά σε βάρος συγκεκριμένων ομάδων, με αποτέλεσμα την αποστέρηση των ελευθεριών/δυνατοτήτων τους, είτε μέσω της επίσημης θεσμοθετημένης μορφής της κρατικής ρύθμισης είτε σε ένα επίπεδο άτυπο/υπόρρητο.

Η οργάνωση της κοινωνικής ζωής από το κράτος και το κεφάλαιο είναι σχεδιασμένη ώστε ένα κομμάτι της κοινωνίας να αποκλείεται ανάλογα με τα οικονομικά, πολιτισμικά, θρησκευτικά, έμφυλα, σεξουαλικά, σωματικά ή κοινωνικά πρότυπα που προωθούνται από την κυριαρχία. Ο αποκλεισμός ατόμων και ομάδων που, εξαιτίας των κοινωνικών συνθηκών, αδυνατούν να ενσωματωθούν στον επιβεβλημένο τρόπο ζωής (τοξικομανείς, ομοφυλόφιλοι, μετανάστες, άστεγοι, οροθετικές-οί, ψυχικά ασθενείς, μη παραγωγικοί-άνεργοι, κ.λπ.) έχει ως άμεσο απότοκο την κοινωνική τους περιθωριοποίηση. Η περιθωριοποίηση αυτή εξυπηρετεί τις στοχεύσεις της κυριαρχίας για τη δαιμονοποίηση και την καταστολή συγκεκριμένων κοινωνικών κομματιών, αποσκοπώντας μεταξύ άλλων στην πειθάρχηση των υπολοίπων.

Η βασική διάκριση που αναγνωρίζουμε ως αναρχικοί μέσα στα πλαίσια της κρατικής και καπιταλιστικής κοινωνίας είναι μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων. Όλες οι άλλες αντιθέσεις στο πλαίσιο του καπιταλισμού διαμεσολαβούνται από αυτήν τη βασική διάκριση και καμιά δεν επιλύεται αν δεν επιλυθεί η αυτή. Στην κοινωνία που οραματιζόμαστε δεν έχουν θέση οι διακρίσεις και τα στερεότυπα που καθορίζουν και καταπιέζουν τον άνθρωπο. Η προώθηση των ενδοταξικών διαχωρισμών αποσκοπεί στον αλληλοσπαραγμό, τον αποπροσανατολισμό και την εκτόνωση της κοινωνικής οργής που γεννά η επίθεση των εξουσιαστών. Η ταξική ενότητα άρα και η ταξική ισχύς θα είναι μονίμως ανεπαρκής όσο αφήνουμε τις διακρίσεις να μας διασπούν.

Συμμετέχουμε έμπρακτα στους αδιαμεσολάβητους κοινωνικούς αγώνες που διεξάγονται για την εξάλειψη των κοινωνικών διακρίσεων, επιδιώκοντας τη συγκρότηση μιας κοινωνίας ισότιμης συνύπαρξης του διαφορετικού. Η εξάλειψη των διακρίσεων αυτών καθίσταται αναγκαία συνθήκη και ένα από τα περιεχόμενα του αγώνα μας.

9. Εξαθλίωση / Κοινωνικός κανιβαλισμός

 

Εξαθλίωση είναι η πολυεπίπεδη (οικονομική, αξιακή, πολιτιστική, περιβαλλοντική) υποτίμηση της ζωής και της αξιοπρέπειας των καταπιεσμένων. Η διαρκής όξυνση των συνθηκών εξαθλίωσης είναι αποτέλεσμα της βίαιης αναδιάρθρωσης του κρατικού και καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας.

Οι κοινωνικοί αποκλεισμοί, η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης στους χώρους δουλειάς, η μαζική ανεργία, η φτώχεια, η απόγνωση, η ανέχεια, η επίσημη κατάρρευση των «προνοιακών» κρατικών δομών και η εμπορευματοποίησή τους περιθω- ριοποιούν τεράστια πληθυσμιακά κομμάτια ως «μη παραγωγικά» και εκβιάζουν την υποταγή ολόκληρης της κοινωνίας.

Η κοινωνική δυσαρέσκεια που γεννά αυτή η άγρια επίθεση κράτους και καπιταλισμού επιχειρείται να αντιμετωπιστεί τόσο με την εντατικοποίηση και την αναβάθμιση της καταστολής όσο και με την καλλιέργεια του κοινωνικού εκφασισμού, με την προώθηση ιδεολογημάτων που ανάγουν σε κυρίαρχες συνθήκες ζωής την επιβίωση με κάθε μέσο, την εξατομίκευση και τον ανταγωνισμό.

Απόρροια της διάλυσης του κοινωνικού ιστού, της έλλειψης ταξικής συνείδησης και κουλτούρας συλλογικής επίλυσης των προβλημάτων από τον πόλεμο κράτους και αφεντικών απέναντι σε κάθε έννοια κοινού και συλλογικού, είναι ο αλληλοσπαραγμός μεταξύ των φτωχών, των εκμεταλλευόμενων, των αποκλεισμένων. Η ανακυκλούμενη δηλαδή βία ανάμεσα στα πληβειακά στρώματα της κοινωνίας που ορίζουμε ως κοινωνικό κανιβαλισμό. Μια συνθήκη επιθυμητή και προωθούμενη από τους κυρίαρχους, αφού αποπροσανατολίζει την οργή των από τα κάτω και τη διοχετεύει σε έναν αδιάκοπο πόλεμο όλων εναντίον όλων.

Από την πλευρά μας ως αναρχικοί παρεμβαίνουμε και αγωνιζόμαστε στην κατεύθυνση:

▶ Της κατάδειξης του πραγματικού υπαίτιου για την εκμετάλλευση, την καταπίεση και τη συνολική λεηλασία της ζωής μας· που δεν είναι άλλος από τον επιβαλλόμενο τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας από το κράτος και το κεφάλαιο.

▶ Της συλλογικοποίησης και της αλληλεγγύης ενάντια στον κατακερματισμό, τους πλαστούς διαχωρισμούς και το φόβο που αναπαράγει η εξουσία.

▶ Της προώθησης και ανάδειξης των οργανωμένων από τα κάτω κοινών αγώνων ντόπιων και μεταναστών απέναντι στη εκμετάλλευση, τη φτώχεια, την καταστολή, τους φασίστες και τις μαφίες.

▶ Της κινηματικής σύνδεσης μεταξύ των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων με βάση τους συλλογικούς αγώνες που εκκινούν από τις κοινές ανάγκες και τα κοινά συμφέροντά τους.

▶ Της στήριξης και εξάπλωσης αυτοοργανωμένων κοινωνικών δομών αλληλεγγύης ως κομμάτια του αγώνα των από τα κάτω, χωρίς αυταπάτες νησίδων ελευθερίας μέσα στον κόσμο του κράτους και του καπιταλισμού.

▶ Της ισχυροποίησης ενός αντίπαλου δέους στην ηγεμονία του θεσμικά προστατευμένου λαϊκιστικού φιλανθρωπικού παραδείγματος.

▶ Της διαρκούς προσπάθειας για ριζοσπαστικοποίηση των συνειδήσεων.

▶ Της πάλης για μια αυτοδιευθυνόμενη αταξική κοινωνία ισότητας, αλληλεγγύης, ελευθερίας.

10. Κουλτούρα / Πολιτισμός

 

Κάθε κυρίαρχο εξουσιαστικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα ιστορικά προήγαγε δικό του πολιτισμό, αξίες και ηθική για διαιωνίσει την επιβολή του και κατά συνεπεία την εκμετάλλευση των καταπιεσμένων. Στην εποχή μας, το κράτος και ο καπιταλισμός επιχειρούν διαρκώς την υφαρπαγή των αυθόρμητων κοινωνικών εκφράσεων. Η αγορά και οι κάθε είδους θεσμικές μεσολαβήσεις απλώνουν τα δίχτυα τους σε όλο το κοινωνικό πεδίο.

Κουλτούρα είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι δομούν και οργανώνουν την κοινωνική ζωή, καθώς και οι αντιλήψεις που παράγουν αυτές τις δομές. Αντιμαχόμαστε την κυρίαρχη κουλτούρα, η οποία είναι αποτέλεσμα εκβιομηχάνισης και εμπορευματοποίησης και καθίσταται μέσο για έλεγχο της ανθρώπινης συνείδησης από την εξουσία και βαλβίδα εκτόνωσης για την ανοχή της πραγματικότητας και της καταπίεσης, μέσω προβολής τυποποιημένων αισθητικών προτύπων. Βασικά κριτήρια διάκρισής όσων συνιστούν κυρίαρχη ή μη κουλτούρα είναι το από ποιους παράγεται ο πολιτισμός, σε ποιον απευθύνεται, γιατί και με ποιο σκοπό. Παράλληλα, απορρίπτουμε τη μονόδρομη σχέση πομπού και δέκτη στις τέχνες και τα γράμματα.

Σκοπός της κουλτούρας και της τέχνης για τους αναρχικούς είναι να καλλιεργήσει, να εξυψώσει, να ψυχαγωγήσει και να απελευθερώσει τον άνθρωπο, ωθώντας τον να συγκροτήσει κοινότητες ελευθερίας. Στοχεύουμε στην επανοικειοποίηση των σημασιών και την παραγωγή και διάχυση μιας ελευθεριακής κουλτούρας, ανταγωνιστικής προς την κυρίαρχη, όπως και τη συλλογικοποίηση και το σεβασμό της διαφορετικότητας, την καλλιέργεια ελεύθερου πνεύματος, κριτικής σκέψης, κοινωνικής αμφισβήτησης, φιλοσοφικής εμβάθυνσης, συλλογικής και προσωπικής χαράς, αλληλέγγυας, εξισωτικής και μη εκμεταλλευτικής συνθήκης συμβίωσης. Μιας κουλτούρας ελευθερίας του πνεύματος, της έκφρασης και της σεξουαλικότητας, καλλιέργειας ενός πνεύματος εναντίωσης στον ρατσισμό, τον φασισμό και την ομοφοβία, μιας κουλτούρας αντιπατριαρχικής, αντιεξουσιαστικής, αντικαπιταλιστικής. Η στάση των αναρχικών απέναντι στην τέχνη και τους ριζοσπάστες καλλιτέχνες δεν μπορεί να είναι εργαλειακή. Οι ριζοσπάστες καλλιτέχνες πρέπει να ειδωθούν, όπως όλοι μας, ως εργαζόμενοι, οι οποίοι αναγκάζονται μέσα στα πλαίσια της εκβιαστικής καπιταλιστικής συνθήκης να ανταλλάσσουν τη δημιουργικότητα και τις σωματικές και ψυχικές τους δυνάμεις με τα απαραίτητα προς επιβίωση. Την ίδια στιγμή, αφιερώνουν ένα μεγάλο κομμάτι του χρόνου τους για την απελευθερωτική υπόθεση και τους σκοπούς του κινήματος.

Ζητούμενο αποτελεί η καλλιέργεια μιας κοινωνικής κουλτούρας ικανής να ανταγωνιστεί, να καταστρέψει και να αντικαταστήσει την κυρίαρχη κουλτούρα που στοχεύει στην εξατομίκευση και την αναπαραγωγή σχέσεων κυριαρχίας, μιας ελευθεριακής κουλτούρας ικανής να καταστρέψει και να αντικαταστήσει τις κυρίαρχες αξίες και σημασίες, την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, τις κυρίαρχες εκμεταλλευτικές συνθήκες καθημερινής διαβίωσης στον σύγχρονο κόσμο, παράγοντας επαναστατικά υποκείμενα και κοινότητες αγώνα.

Μια ελεύθερη κοινωνία όπως αυτή που οραματιζόμαστε, χρειάζεται να διασφαλίζει την κάλυψη των πνευματικών αναγκών ανοιχτά και ισότιμα από όλους και προς όλους, να ενθαρρύνει την καλλιέργεια των ιδιαίτερων κλίσεων και επιθυμιών του κάθε μέλους της, να εμπνέεται και να τροφοδοτείται πνευματικά και πρακτικά από αυτές και να προωθεί την αλληλεγγύη, τη συλλογική κουλτούρα και την κοινωνικοποίηση.

Προτάσσουμε τη συλλογική και ατομική, αυτοοργανωμένη, αντιεμπορευματική δράση, θεωρώντας ότι μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη της ταξικής κι επαναστατικής συνείδησης. Υποστηρίζουμε τις ήδη υπάρχουσες αυτοοργανωμένες πολιτιστικές υποδομές και στοχεύουμε να συνεισφέρουμε στη δημιουργία νέων που προωθούν την ατομική και κοινωνική απελευθέρωση.

11.  Ζητήματα καταστολής, φυλακές, εγκλεισμός, αλληλεγγύη σε φυλακισμένους αγωνιστές

 

α. Καταστολή

 

Οι μηχανισμοί καταστολής αποτελούν βασικό πυλώνα της εξουσίας του κράτους και του κεφαλαίου και σε συνδυασμό με τους μηχανισμούς παραγωγής συναίνεσης αποσκοπούν στην κοινωνική πειθάρχηση. Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί επιτίθενται στους αντιστεκόμενους με στόχο τη συντριβή τους και την τρομοκράτηση όλης της κοινωνίας ώστε να κυριαρχήσει ο φόβος και η υποταγή.

Στην τρέχουσα περίοδο βιώνουμε μια συνθήκη ευρείας κοινωνικής απονομιμοποίησης του καθεστώτος (αποτέλεσμα της υφιστάμενης συνολικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος). Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η κρατική καταστολή αναβαθμίζεται προωθώντας την επιβολή ενός διαρκούς καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Πρόκειται για μια διαδικασία που αποσκοπεί στο να επιβληθεί ανεμπόδιστα η συνολική αναδιάρθρωση του συστήματος εξουσίας και ο μετασχηματισμός της κοινωνίας.

Σημαντικό ρόλο στις κατασταλτικές στρατηγικές διαδραματίζει η ιδεολογική επίθεση για την παραγωγή συναίνεσης στην κρατική καταστολή, ώστε αυτή να εμφανιστεί ως κοινωνική απαίτηση και να νομιμοποιηθεί ο φορέας της, δηλαδή το κράτος.

Προτεραιότητα των κατασταλτικών πολιτικών είναι το χτύπημα και η συντριβή των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων που αμφισβητούν τους κυρίαρχους σχεδιασμούς, στήνουν αναχώματα στην κρατική και καπιταλιστική επέλαση και ανοίγουν το δρόμο για τη διεκδίκηση μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και υποταγή. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι κατασταλτικές μεθοδεύσεις και επιθέσεις ενάντια στους εργατικούς αγώνες, τις τοπικές κοινωνικές αντιστάσεις, τις αντιφασιστικές διαδηλώσεις, τις μεγάλες απεργιακές διαδηλώσεις, τις δομές και τα μέσα αγώνα των κινημάτων.

Οι αναρχικοί και αντιεξουσιαστές, που με τη διαρκή και πολύμορφη δράση τους προωθούν τη ριζοσπαστικοποίηση της αντίστασης σε κάθε μέτωπο του κοινωνικού και ταξικού πολέμου, συνιστούν έναν από τους κυριότερους στόχους της κρατικής καταστολής. Σημαντικό ρόλο στην κατασταλτική επίθεση ενάντια στον αναρχικό αγώνα, εκτός του πλήθους κρατικών επιθέσεων σε αγωνιστές και χώρους αγώνα, λαμβάνει η ιδεολογική επίθεση μέσω της προπαγανδιστικής εκστρατείας για την εγκληματοποίηση, τη συκοφάντηση και απονοηματοδότηση του αγώνα για την κοινωνική επανάσταση, ώστε να επιτευχθεί η κοινωνική και πολιτική περιθωριοποίηση των αναρχικών και η αποπολιτικοποίηση της δράσης τους.

Απαντάμε στην καταστολή με τη συνέχιση, την καλύτερη οργάνωση, τη συνολικοποίηση και τη ριζοσπαστικοποίηση των ευρύτερων ταξικών-κοινωνικών αγώνων. Με τη μέγιστη κινηματική συστράτευση όλων των δυνάμεων που οργανώνονται από τα κάτω και αποτελούν στόχο της.

β. Φυλακές / Εγκλεισμός

 Η επιβολή της κοινωνικής και ταξικής ανισότητας, της διαίρεσης και του διαχωρισμού των ανθρώπων, η ίδια η οργάνωση της εξουσιαστικής κοινωνίας, είναι που δημιούργησε τη φυλακή και επέβαλε τον εγκλεισμό τιμωρώντας τους παραβάτες των νόμων των ισχυρών και εκβιάζοντας την υποταγή της κοινωνίας.

Ο εγκλεισμός είναι μια συνθήκη που επιβάλλεται από το εκάστοτε καταπιεστικό σύστημα, σύμφωνα με κριτήρια που διαμορφώνονται από την κυριαρχία. Αντιλαμβανόμαστε το ζήτημα του εγκλεισμού ως κάτι ευρύτερο από τα τείχη της φυλακής. Πιο συγκεκριμένα, θεωρούμε ότι ο αστικός πολιτισμός όπως εξελίχθηκε ιστορικά είναι κατεξοχήν ένας κόσμος φρουρίων, τειχών, συνόρων.

Παράλληλα, θεωρούμε ότι το ζήτημα των φυλακών και του εγκλεισμού έχει κατ’ εξοχήν ταξικό χαρακτήρα, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των φυλακισμένων ανήκει στα πλέον εξαθλιωμένα στρώματα της κοινωνίας.

Οι ρόλοι που επιτελεί και οι σκοποί που εξυπηρετεί η ύπαρξη των φυλακών είναι πολλαπλοί. Οι φυλακές αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα όπλα των καταπιεστών για να τρομοκρατήσουν την κοινωνία, να τιμωρήσουν τους «απείθαρχους» αλλά και να εκδικηθούν όσους συνειδητά αμφισβητούν το υπάρχον σύστημα.

Με την επιβολή του βασανιστηρίου του εγκλεισμού επιδιώκεται η κοινωνική, συναισθηματική, οικονομική και ψυχολογική εξόντωση των εγκλείστων. Επιπλέον, επιχειρείται να επιβληθεί ο απόλυτος έλεγχος, η υποταγή και η απομόνωση τους μέσω της διάρρηξης της αμφίδρομης σχέσης μεταξύ αυτών και της υπόλοιπης κοινωνίας, με αποτέλεσμα το στιγματισμό τους απ’ αυτήν.

Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα ψυχιατρεία – αποθήκες ανθρώπων, τις φυλακές και τα ειδικά κελιά σφυρηλατείται η πειθάρχηση στις νόρμες της κυριαρχίας. Όσοι αποκλίνουν από αυτές, τιμωρούνται. Συνεπώς, η ύπαρξη των ποικίλων αυτών μορφών συνθήκης εγκλεισμού αποσκοπεί στην υποταγή όλων μας στην ισχύ του κράτους και των αφεντικών μέσω του παραδειγματικού εκφοβισμού.

Ως αναρχικοί, στεκόμαστε αλληλέγγυοι στους αγώνες των φυλακισμένων για αξιοπρέπεια και στις διεκδικήσεις τους για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Είμαστε ενάντια στη χρησιμοποίηση των αγώνων των φυλακισμένων από ρεφορμιστικούς θεσμούς που καταλήγουν στην υπεράσπιση της δημοκρατίας και του αστικού δικαίου χωρίς να θίγουν την ουσία της ταξικής φύσης των νόμων και του εγκλεισμού, την ουσία της ύπαρξης του εγκλήματος των φυλακών που στηρίζεται στην ύπαρξη του κράτους και διαιωνίζεται από αυτήν.

Η φυλακή μέσα σε αυτές τις συνθήκες αποτελεί μια καθημερινή επιβολή της εξουσίας ενάντια στην κοινωνική αντίσταση. Οι αναρχικοί στεκόμαστε ενάντιοι όχι απλά στις συνθήκες της φυλάκισης, αποστρεφόμενοι το υπάρχον σωφρονιστικό σύστημα, αλλά παλεύουμε για την διαμόρφωση των όρων προκειμένου να συγκροτηθεί μια κοινωνία χωρίς φυλακές, όπου το δίκαιο θα απορρέει από και θα αναφέρεται σε αυτήν.

Ο αγώνας ενάντια στις φυλακές και το βάρβαρο θεσμό του εγκλεισμού δε μπορεί παρά να αποτελεί αναφαίρετο κομμάτι του συνολικότερου αγώνα για έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, χωρίς κράτος κι εξουσία.

γ. Αλληλεγγύη σε φυλακισμένους αγωνιστές

 Η αλληλεγγύη στους φυλακισμένους και διωκόμενους αγωνιστές είναι ένα ακόμα αναφαίρετο κομμάτι του καθημερινού κοινωνικού και ταξικού αγώνα. Θεωρούμε πως οι λογικές των αποσπασματικών κινημάτων αλληλεγγύης δεν είναι προωθητικές, εάν δεν εντάσσονται στα πλαίσια της συνολικής στρατηγικής του αναρχικού κινήματος.

Η αλληλεγγύη δεν προαπαιτεί πολιτική συμφωνία, αλλά οφείλει να συνυπάρχει με την κριτική. Η αλληλεγγύη απευθύνεται από πολιτικά σε πολιτικά υποκείμενα, εμπεριέχει τις αντιλήψεις τους και τη συνολική τους θέση για τον αγώνα και προκύπτει μέσα από την ευρύτερη ανάλυσή τους και τους στόχους που θέτουν γι’ αυτόν. Όταν με τα πολιτικά υποκείμενα που διώκονται ή βρίσκονται στη φυλακή δεν υπάρχουν πολιτικές συγκλίσεις, τότε η αλληλεγγύη περιορίζεται στο επίπεδο της εναντίωσης στην κρατική καταστολή. Σε κάθε περίπτωση, λαμβάνουμε υπόψη τις κρατικές αναπαραστάσεις και το πολιτικό περιεχόμενο των κρατικών διώξεων, ακόμη και αν αυτό αφορά μη πολιτικά υποκείμενα.

12. Μ.Μ.Ε.

 Η αρνητική στάση των αναρχικών απέναντι στα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε., τα οποία αποτελούν δομικό θεσμό της κυριαρχίας, βασίζεται στο διαχρονικό τους ρόλο ως μέσα κοινωνικής χειραγώγησης, διαμεσολάβησης και προπαγάνδας του κυρίαρχου λόγου. Ειδικότερα σήμερα, σε συνθήκες άγριας επίθεσης κράτους και αφεντικών στην κοινωνία και τις αντιστάσεις, τα κα- θεστωτικά Μ.Μ.Ε. συστρατεύονται πλήρως με την κυριαρχία και την προσπάθεια επιβολής του σύγχρονού ολοκληρωτισμού. Η εχθρική θέση μας απέναντι στα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε. εκκινεί από τη συνάρθρωση τους με τα οικονομικά συμφέροντα του κεφαλαίου και τους κρατικούς σχεδιασμούς, το ρόλο τους ως εργαλεία προπαγάνδας στα χέρια των κυριάρχων και ως μηχανισμοί καθυπόταξης των συνειδήσεων. Έχουν καθοριστική συμβολή στην παραγωγή στερεοτύπων εις βάρος πολλών περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων, τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας, τη διάχυση της τρομοκρατίας, την κατασυκοφάντηση των κοινωνικών/ταξικών αγώνων και των αγωνιστών, καθώς και στην προώθηση ιδεολογημάτων που αποσκοπούν στη διάσπαση των κοινωνικών και ταξικών τμημάτων.

Τα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε. διεκδικούν το μονοπώλιο της ροής της πληροφορίας και εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες που τους παρέχει η ιδιότητα του πομπού απέναντι στο δέκτη-κοινωνία, χρησιμοποιώντας ως επίφαση μια πλασματική πολυφωνία.

Η Ααναρχική Ομοσπονδία στέκεται αρνητικά απέναντι σε κάθε Μ.Μ.Ε. που βασίζεται στην δημοσιογραφική επαγγελματική διαμεσολάβηση και την κεφαλαιοκρατική λειτουργία. Στέκεται εχθρικά και επιθετικά στα καθεστωτικά μέσα, τα όποια συνι- στούν έναν από τους ισχυρότερους μηχανισμούς κυριαρχίας για κράτος και κεφάλαιο. Συνακόλουθα, όχι μόνο δεν αναγνωρίζουμε σε καθεστωτικά έντυπα, ραδιόφωνα και διαδικτυακά μέσα κανένα κύρος αντικειμενικότητας ή λειτουργήματος, αλλά επιπλέον θεωρούμε ότι αποτελούν συστημικά προπύργια. Ειδικά το τηλεοπτικό µέσο, µε τη δυνατότητά του να διαχειρίζεται την εικόνα και µέσω αυτής να αλλοιώνει και να καναλιζάρει τη συλλογική αναπαράσταση της πραγματικότητας, μπορεί να θεωρηθεί κορωνίδα των εργαλείων κοινωνικού ελέγχου της εξουσίας αλλά και παγίδα αφομοίωσης κάθε αντικαθεστωτικού αγώνα. Η Ομοσπονδία λειτουργεί στη λογική του σχηματισμού δικών της μέσων πληροφόρησης και προπαγάνδας στα πλαίσια ενός δικτύου μέσων του ευρύτερου αναρχικού κινήματος. Τέλος, αναφορικά µε τα social media, τα θεωρούμε, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, εργαλείο παρέμβασης και προπαγάνδας.

Για τους εργαζόµενους στα Μ.Μ.Ε.:

 Αντιλαμβανόμαστε τη διαφοροποίηση των απλών εργαζόμενων στα Μ.Μ.Ε. από τα ανώτερα στελέχη ή εργαζόμενους που συμβάλλουν άμεσα και ενεργά στην προπαγάνδα των μιντιακών μηχανισμών. Τους πρώτους τους αντιμετωπίζουμε υπό το πρίσμα κριτικής αποδοχής και κατά περίπτωση στηρίζουμε τυχόν αγώνες τους. Οι δεύτεροι δεν γίνονται αποδεκτοί και αντιμετωπίζονται εχθρικά από την Ομοσπονδία, καθώς θεωρούνται άνθρωποι της άλλης πλευράς. Όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις υπάρχει ένα πεδίο όσμωσης των ρόλων και συχνά είναι αναπόφευκτη η εξατομικευμένη κρίση, κατ’ έγκληση και µε όρους συναίνεσης.

Σχέση Ομοσπονδίας και Μ.Μ.Ε.:

 

Η Ομοσπονδία λειτουργεί στη λογική του σχηματισμού δικών της μέσων πληροφόρησης και της στήριξης των υπαρχόντων, στα πλαίσια ενός φάσματος μέσων του ευρύτερου αναρχικού/ αντιεξουσιαστικού πολιτικού κινήματος. Η προσπάθεια δημιουργίας δομών πληροφόρησης αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του ευρύτερου στόχου της αποδόμησης του κυρίαρχου λόγου. Η Ομοσπονδία συνολικά εκφράζεται από τα δικά της μέσα. Δεν χρησιμοποιεί, ούτε απευθύνεται σε Μ.Μ.Ε. Εξαιρέσεις αιτιολογημένες μπορούν να συζητηθούν, αλλά οφείλουν να γίνουν αποδεκτές ομόφωνα. Εξαίρεση αποτελούν απαντητικές ανακοινώσεις σε περίπτωση άμεσης αναφοράς στην Ομοσπονδία από Μ.Μ.Ε. Σε αυτή την περίπτωση η απόφαση μπορεί να ληφθεί με πλειοψηφία.

Οι ομάδες της Ομοσπονδίας έχουν την αυτονομία της δικής τους πολιτικής απέναντι στα Μ.Μ.Ε. υπό την προϋπόθεση να κάνουν ρητή κάθε φορά την στάση της Ομοσπονδίας πάνω στο θέμα και να µην επιτρέψουν η δική τους στάση να θεωρηθεί στάση της Ομοσπονδίας. Αντίστοιχα, κάθε επιμέρους συλλογικότητα-μέλος διατηρεί το δικαίωμα της κριτικής στη στάση άλλων μελών της Ομοσπονδίας. Από την αυτονομία πρέπει να εξαιρεθεί το τηλεοπτικό µέσο, για το οποίο καθίσταται απαραίτητη η συναίνεση του συνόλου στην περίπτωση που κάποιοι (συλλογικότητα ή άτομα) επιθυμούν να το χρησιμοποιήσουν ακόμα και µε την υπογραφή τους.

13. Σχέση με τους θεσμούς και ρήξη με το ρεφορμισμό

 

Ο ρεφορμισμός, ως αντίληψη ανταγωνιστική στην επαναστατική προοπτική, προτάσσει μια διαδικασία μεταρρυθμίσεων εντός του κρατικού-καπιταλιστικού συστήματος οργάνωσης της κοινωνίας. Η αντίληψη αυτή σήμερα εκφράζεται κατά κύριο λόγο από τα κόμματα της καθεστωτικής αριστεράς και τις γραφειοκρατικές συνδικαλιστικές ηγεσίες, αλλά επίσης και από κομμάτια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και διάφορες οργανώσεις, όπως Μ.Κ.Ο., που αναφέρονται σε κοινωνικά και ταξικά ζητήματα.

Πρόκειται για αντίληψη μέσα στα πλαίσια κοινωνικών και ταξικών αγώνων, οι φορείς της οποίας επιδιώκουν την κοινωνική και ταξική ειρήνη. Συνεπώς, επιχειρείται η διαμεσολάβηση των κοινωνικών αγώνων και των υποκειμένων τους, η ανάθεση των πρωτοβουλιών αγώνα σε ειδικούς και παράγοντες του συστήματος, ο περιορισμός των διαδικασιών και μορφών αγώνα στα όρια διαμαρτυρίας που επιτρέπει κάθε φορά το κράτος, η απονεύρωση των κοινωνικών αντιστάσεων, η διαστρέβλωση και κατασυκοφάντηση των μαχητικών και ακηδεμόνευτων μορφών πάλης, η αδρανοποίηση της βάσης της κοινωνίας, η διάχυση της ηττοπάθειας στα αγωνιζόμενα κομμάτια της και η ψηφοθηρική εκμετάλλευση των αγώνων.

Με δεδομένη ωστόσο την κριτική και την απόρριψη του ρεφορμισμού ως πολιτική αντίληψη, δεν αρνούμαστε ταυτόχρονα και την διαρκή προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης της τάξης μας. Αντιπαλεύουμε το ρεφορμισμό με τη συγκρότηση σταθερών δομών αντίστασης για κάθε κοινωνικό/ταξικό ζήτημα. Με τη διακριτή συμμετοχή μας στις ανοιχτές διαδικασίες του αγώνα και την υπεράσπιση της αυτοοργάνωσης, της οριζοντιότητας των διαδικασιών, της ισότιμης συμμετοχής όλων των αγωνιζόμενων στη λήψη των αποφάσεων, της επιλογής των μέσων αγώνα ανάλογα με τις δυνατότητες. Με τη ριζοσπαστικοποίηση και τη σύνδεση των επιμέρους και μερικών διεκδικητικών αγώνων, με το συνολικό πρόταγμα της κοινωνικής επανάστασης.

14. Χρηματοδότηση-Οικονομική ανεξαρτησία

 Η ομοσπονδία είναι οικονομικά ανεξάρτητη και δεν χρηματοδοτείται με κανέναν τρόπο από κράτος, αφεντικά, κερδοσκοπικούς οργανισμούς, Μ.Κ.Ο. Η χρηματοδότησή της γίνεται μέσω εισφορών, τακτικών ή και έκτακτων από τις συλλογικότητες-κύτταρα και με βάση τον αριθμό των μελών κάθε συλλογικότητας. Παράλληλα, όταν υπάρχει ανάγκη και κρίνεται απαραίτητο διοργανώνονται εκδηλώσεις οικονομικής ενίσχυσης της πανελλαδικής δομής ή των επιμέρους συλλογικοτήτων. Οι τρόποι χρηματοδότησης της Ομοσπονδίας, όταν περνούν μέσα από την δραστηριότητα των επιμέρους συλλογικοτήτων και τις εκδηλώσεις τους, πρέπει να συμβαδίζουν με το συμφωνημένο πολιτικό περιεχόμενο. Οι συλλογικότητες οφείλουν να ενημερώνουν την Ομοσπονδία και να ζητούν την συναίνεσή του συνόλου του σώματος για τις εκδηλώσεις, όταν αυτές αναφέρονται ρητά στην Ομοσπονδία ως αποδέκτη οικονομικής ενίσχυσης. Η χρηματοδότηση της Ομοσπονδίας δεν μπορεί να προέρχεται από δραστηριότητα η οποία προσβάλλει και θίγει την πολιτική ταυτότητά της στη βάση των καταστατικών της διακηρύξεων.

15. Το ζήτημα των ουσιών

1. Το ζήτημα της χρήσης ψυχότροπων ουσιών* για ψυχαγωγικούς, θρησκευτικούς ή άλλους σκοπούς από άτομα και κοινωνικές ομάδες στην ανθρώπινη ιστορία (ή σε άλλα κοινωνικά συστήματα του παρόντος ή του μέλλοντος) είναι ιδιαίτερα περίπλοκο και ξεπερνά τα όρια της πολιτικής ανάλυσης που αντιστοιχεί σε μια πολιτική οργάνωση. Αντιμετωπίζουμε το ζήτημα στο σήμερα, σε συνθήκες πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής κυριαρχίας κράτους και καπιταλισμού.

2. Σε ατομικό επίπεδο, η χρήση ψυχότροπων ουσιών, νόμιμων ή παράνομων, δεν μπορεί παρά να εντάσσεται στη σφαίρα των ατομικών δικαιωμάτων. Δεν μπορούμε να δεχτούμε πατερναλισμούς σε ατομικές επιλογές όταν δεν βλάπτουν το σύνολο κι εναπόκειται στο άτομο, την συνειδητότητα και την ενημέρωση του να υπολογίσει το ισοζύγιο ωφέλειας και ζημίας της κάθε του επιλογής, να αξιολογήσει και να περιμένει να αξιολογηθεί. Από την άλλη, πρακτικές εμπορίας, περνάνε κατά πολύ το όριο της ατομικής επιλογής, και οφείλουν να καταδικάζονται και να αντιμετωπίζονται πολιτικά.

3. Η παρανομοποίηση κάποιων από τις ψυχότροπες ουσίες είναι μέσο για την διαιώνιση και προσφορότερη αξιοποίησή τους, αφού αποτελεί εργαλείο τόσο για την συσσώρευση κεφαλαίου στην μαύρη οικονομία όσο και για τη διασπορά φόβου και άρα ελέγχου από το κράτος. Ακόμα και η βιομηχανία της “απεξάρτησης” είναι μέρος του παρανομοποιημένου περιβάλλοντος κάτι που φαίνεται από την ίδια την καθεστωτική λογική της.

4. Αναγνωρίζουμε ως μέρος των επαναστατικών παραδόσεων κινήματα που κυρίως την 10ετία του 60 επιχείρησαν να διαμορφώσουν νέες κουλτούρες χρήσης που θα είχαν απελευθερωτικό περιεχόμενο. Αναγνωρίζουμε την δημιουργικότητα και την ριζοσπαστικότητα τέτοιων προσεγγίσεων αλλά ταυτόχρονα την αφέλεια και τα -πολλές φορές καταστροφικά- αδιέξοδά τους. Η χρήση καμιάς ουσίας δεν μπορεί να επιφέρει την ατομική απελευθέρωση γιατί αυτή προϋποθέτει την συλλογική/κοινωνική απελευθέρωση. Η μαζική χρήση καμιάς ουσίας δεν μπορεί να επιφέρει την συλλογική/κοινωνική απελευθέρωση γιατί αυτή προϋποθέτει την αλλαγή του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων μέσω του πολύπλευρου αγώνα για την κατάργηση των σχέσεων εξουσίας. Τα όρια του ψυχεδελικού πειραματισμού των 60’s ήταν όχι τα όρια των ουσιών ή της χρήσης τους, αλλά τα όρια που χάραζαν οι νέες κοινωνικές σχέσεις που πάλευαν να γεννηθούν μέσα από την αμφισβήτηση των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων της εποχής. Ήταν με λίγα λόγια τα όρια των αγώνων. Όταν το -μοναδικά πολυποίκιλο- κίνημα της αμφισβήτησης που παράχθηκε στα 60’s ηττήθηκε, το όνειρο ή θα έσβηνε στην βία της κανονικότητας που επέβαλε το κράτος και το κεφάλαιο, ή θα ενσωματωνόταν ως ακίνδυνο και προσοδοφόρο εναλλακτικό εμπόρευμα, ή τέλος, θα κατρακυλούσε σε έναν εφιάλτη.

5. Είμαστε κάθετα αντίθετοι σε κάθε κατασταλτική πολιτική, σε κάθε καθεστώς παρανομοποίησης για τους χρήστες οποιασδήποτε ουσίας. Θεωρούμε έργο του συνόλου να συνδράμει τον χρήστη που επιθυμεί να ελαττώσει ή να τερματίσει τη χρήση, τον εξαρτημένο που θέλει να απεξαρτηθεί και να βοηθήσει στη μείωση των συνεπειών όταν συνεχίζει τη χρήση. Θεωρούμε υποχρέωση της βάσης να δείξει αλληλεγγύη στους χρήστες που κάνουν κατάχρηση ή στα εξαρτημένα από ουσίες μέλη της και να κινητοποιηθεί προς αρωγή τους. Θεωρούμε δικαίωμα για τις τοπικότητες την μαχητική αντίσταση στο περιβάλλον που δημιουργεί η εμπορία ναρκωτικών και οι μαφίες γύρω της. Επίσης καθήκον είναι η πάλη για ολοκληρωτική άρση των διώξεων και της παρανομίας των χρηστών.

*Ως ψυχοτρόπες ουσίες ορίζονται όλες οι ουσίες που παρεμβαίνουν και τροποποιούν την ψυχική διάθεση, που αλλάζουν τον τρόπο που οι άνθρωποι αισθάνονται, σκέφτονται κι αντιλαμβάνονται τον κόσμο. Με αυτή την έννοια δεν είναι όλες οι ψυχοτρόπες ουσίες παράνομες, ούτε εξ’ ορισμού επιβλαβείς.

ΣΤΟΧΟΘΕΣΙΑ

 

Α. ΤΑΚΤΙΚΗ

 

1.  Ενίσχυση και αναβάθμιση των κινηματικών διαδικασιών, των ταξικών, κοινωνικών και πολιτικών συλλογικοτήτων

 Η Oμοσπονδία προωθεί την ενίσχυση και την αναβάθμιση των κινηματικών διαδικασιών, των ταξικών, κοινωνικών και πολιτικών δομών. Τα άτομα των συλλογικοτήτων που συμμετέχουν στην Oμοσπονδία ενθαρρύνονται να συμμετέχουν στα κοινωνικά και ταξικά εγχειρήματα ή να συμβάλλουν στη δημιουργία νέων αυτοοργανωμένων, με πλήρη σεβασμό στην αυτονομία των δομών αυτών.

Επιδιώκουμε την ενημέρωση και τη μεταφορά της κινηματικής εμπειρίας από τα κοινωνικά και ταξικά εγχειρήματα στην Oμοσπονδία, με σκοπό την επεξεργασία πολιτικών συμπερασμάτων. Με βάση αυτήν την επεξεργασία, θεωρούμε ζητούμενο τη διάδοση των συμπερασμάτων και των θέσεών μας μέσα στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες, με σεβασμό στις προτεραιότητες και τις ανάγκες των κοινωνικών και ταξικών εγχειρημάτων.

Η αλληλεπίδραση αυτή θα συμβάλει στην ορθή εκτίμηση της κινηματικής πραγματικότητας μέσα στην οποία ζούμε και δρούμε, γειώνοντας τα προτάγματά μας στο σήμερα και καθιστώντας εφικτή τόσο την αντεπίθεση στον κοινό μας εχθρό, που δεν είναι άλλος από το κράτος και το κεφάλαιο, όσο και την καλλιέργεια ενός συλλογικού οράματος για μια νέα κοινωνία.

2. Διακριτή παρουσία και ξεκάθαρη θέση στους αγώνες

 Η διακριτή παρουσία και συμμετοχή μας στους κοινωνικούς-ταξικούς αγώνες, με αλληλεγγύη και στήριξη, χωρίς αυτοαναφορικότητα, στοχεύει στη σύνδεση τους, τη ριζοσπαστικοποίησή τους και τη διάχυση του προτάγματος της κοινωνικής επανά- στασης.

Με την παρέμβασή μας προωθούμε την αυτοοργάνωση των κοινωνικών και ταξικών αγώνων και τον ακηδεμόνευτο χαρακτήρα τους. Αποτελούμε κομμάτι τους, αλλά όχι σαν φορέας της μίας και μοναδικής αλήθειας, και αλληλεπιδρούμε με αυτούς.

Καταδεικνύουμε τα όρια των μερικών και διεκδικητικών αγώνων, στεκόμενοι κριτικά, επιδιώκοντας τη νικηφόρο έκβασή τους, χωρίς να παραγνωρίζουμε την αυταξία τους.

3.  Ανάλυση-επεξεργασία θεωρητικών ζητημάτων

 Η σύνδεση μεταξύ θεωρίας και πράξης είναι για εμάς δεδομένη, αδιαχώριστη και αλληλοτροφοδοτούμενη.

Στοχεύουμε στη σύζευξη του θεωρητικού πλούτου, που ήδη υπάρχει και συνεχώς διευρύνεται με την καθημερινή εμπειρία της κινηματικής δράσης. Η ζύμωση στο εσωτερικό της Oμοσπονδίας είναι απαραίτητη ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή σύγκλιση σε θεωρητικά εργαλεία και ζητήματα.

Η Oμοσπονδία έχει ως στόχο να αντλεί γνώση και εμπειρία από τους αγώνες των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων και να εξάγει συμπεράσματα από τα σημεία επιτυχίας και αποτυχίας τους. Να κρατά ζωντανό το λόγο για μια ελεύθερη κοινωνία, επικαιροποιώντας και εξελίσσοντάς τον διαρκώς.

Ενδεικτικά εργαλεία:

▶ έντυπο-site-φόρουμ

▶ τακτική διαδικασία διαλόγου

▶ ομάδες αυτομόρφωσης

▶ θεματικές ομάδες

▶ σταθερές δομές συστηματικής μελέτης/έρευνας

4.  Ανταλλαγή εμπειριών & πληροφόρησης

 Θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντική την ανταλλαγή εμπειριών και συμπερασμάτων των επιμέρους ομάδων της Oμοσπονδίας, με βάση τους αγώνες που ξεσπούν και τον τρόπο συμμετοχής των ομάδων σε αυτούς. Θεωρούμε πως υπάρχει αναγκαιότητα ενημέρωσης και άμεσης επικοινωνίας των ομάδων της ομοσπονδίας για ζητήματα αγώνα που τις απασχολούν. Η ανταλλαγή εμπειριών-πληροφόρησης πρέπει να αποτελεί κομμάτι της δομής μας και όλα τα μέλη να έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες.

5. Έκδοση εφημερίδας της Ομοσπονδίας/αντιπληροφόρηση

 

Κρίνουμε απαραίτητη τη δημιουργία μιας εφημερίδας, η οποία θα αποτελεί κεντρικό πολιτικό όργανο της οργάνωσης και θα προωθεί τις κοινές της θέσεις.

Θεωρούμε αναγκαία την ύπαρξη και άλλων εργαλείων προπαγάνδισης–αντιπληροφόρησης, τόσο έντυπων όσο και ηλεκτρονικών/ψηφιακών.

6. Συντονισμός αλληλεγγύης των υποκειμένων που συμμετέχουν στην Ομοσπονδία

 Η αλληλέγγυα σχέση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του αγώνα. Από τα βασικότερα πράγματα που μπορεί να κάνει η Oμοσπονδία ως δομή είναι να βοηθήσει τη σύνδεση και τη σύνθεση, ώστε να καλυφθούν υπάρχοντα κενά και να ενδυναμωθεί η δράση ομάδων, όπου υπάρχει ανάγκη.

Η υλική ενίσχυση και πολιτική στήριξη των μελών της Oμοσπονδίας, ανεξάρτητα από το αν διώκονται, είναι κάτι που πρέπει να είναι δεδομένο στο εσωτερικό μας, εφόσον αναφερόμαστε σε ζητήματα που κινούνται στο πλαίσιο των καταστατικών αρχών και πολιτικών συμφωνιών της. Πέραν αυτών, τα ζητήματα επεξεργάζονται κατά περίπτωση από τα συλλογικά της όργανα.

Αν μια συλλογικότητα που εντάσσεται στην Oμοσπονδία δέχεται πλήγμα στη σταθερή δράση της λόγω των όρων ένταξής της και των δεσμεύσεων που αυτοί συνεπάγονται, η Oμοσπονδία υποχρεούται να την συνδράμει με κάθε δυνατό τρόπο.

7.  Δημιουργία δομών σίτισης, στέγασης, ιατρικής περίθαλψης

 Η Oμοσπονδία πρέπει να στηρίζει αυτοοργανωμένες δομές που ήδη υπάρχουν και να ενθαρρύνει την δημιουργία νέων αντίστοιχων δομών από τα κοινωνικά και ταξικά εγχειρήματα.

Μια βασική κατεύθυνση της Oμοσπονδίας είναι η συμμετοχή των μελών της σε τέτοιες δομές και η ενθάρρυνση της δημιουργίας τους όπου δεν υπάρχουν. Στόχος είναι όχι η πολιτική υπαγωγή αυτών στην Oμοσπονδία, αλλά η κάλυψη κοινωνικών αναγκών της τάξης μας, στην εποχή της απόσυρσης του κράτους και του κεφαλαίου από την αναπαραγωγή της. Όχι για να αποτελέσουν «αερόσακο» που θα ανακουφίζει όσους «περισσεύουν», αλλά ακριβώς για να ξαναμπεί στο προσκήνιο το ζήτημα των αναγκών της τάξης μας.

Η Oμοσπονδία, τόσο μέσω της συμμετοχής των μελών της όσο και μέσω των θέσεών της, προωθεί τη λογική της κοινής ρηξιακής κατεύθυνσης των αντιδομών αυτών με το υπάρχον και της δημιουργίας ενός δικτύου αντιδομών οι οποίες, μέσω οριζόντιων διαδικασιών, θα προτείνουν έναν νέο τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας που να βασίζεται σε σχέσεις αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας.

Στόχος μας είναι η Oμοσπονδία να βρίσκεται σε διάδραση με τις υπόλοιπες υπαρκτές δομές του κινήματος, με σεβασμό και αλληλεγγύη. Θέλουμε οργάνωση που να συνεισφέρει στο ευρύτερο κίνημα και όχι την οργάνωση-κίνημα.

8. Οργάνωση της αυτοάμυνας του κινήματος

 Η ενίσχυση των δομών και της κουλτούρας της αυτοάμυνας σε στρατηγικό και τακτικό επίπεδο, μέσα από τη δημιουργία συλλογικών διαδικασιών, είναι απαραίτητη. Η δόμηση της κοινωνικής αυτοάμυνας αποτελεί απαραίτητη συνθήκη/προϋπόθεση της κοινωνικής και ταξικής αντεπίθεσης.

Στόχος της οργανωμένης αυτοάμυνας είναι η αυτοπεριφρούρηση των διαδικασιών και των ανοιχτών κινήσεων της Oμοσπονδίας και σε δεύτερο χρόνο η δυνατότητα συμβολής στην περιφρούρηση του κινήματος και των αγώνων που αυτή υποστηρίζει και συμμετέχει. Απαραίτητα στηρίγματα κάθε αυτοοργανωμένου εγχειρήματος απέναντι στην κρατική υπεροπλία είναι το κινηματικό και το κοινωνικό βάθος, που κατακτούνται μέσω της καθημερινής παρέμβασης και της συμμετοχής στους αγώνες.

Οι δομές αυτοάμυνας είναι αμιγώς και αποκλειστικά όργανα της Oμοσπονδίας και η δράση τους καθορίζεται από τις συλλογικές της πολιτικές αποφάσεις. Η διασφάλιση της συνοχής μέσων και σκοπών είναι ευθύνη της Oμοσπονδίας και των μελών της. Η Oμοσπονδία συνολικά χρησιμοποιεί κατά την πολιτική της βούληση αυτές τις δομές, οι οποίες και οφείλουν να πειθαρχούν στις αποφάσεις των συλλογικών της οργάνων.

Ενδεικτικά αναφέρονται:

Η περιφρούρηση πορειών, διαδικασιών και ανοιχτών κινήσεων. Η ικανότητα εκδήλωσης αντανακλαστικών και άμεσων απαντήσεων. Η δημιουργία ομάδων ιατρικής και νομικής υποστήριξης. Η δημιουργία δικτύου άμεσης επικοινωνίας. Η ανταλλαγή εμπειριών, η αναζήτηση τρόπων συζήτησης και η ανάπτυξη διαδικασιών για την επεξεργασία τους. Η διερεύνηση των τακτικών της κρατικής καταστολής και η εξαγωγή συλλογικών απαντήσεων. Η δυνατότητα να ξεπεράσουμε τα πλήγματα που δεχόμαστε και να περάσουμε στην αντεπίθεση.

9.  Διασύνδεση με αντίστοιχες οργανώσεις και σχήματα στην Ευρώπη και παγκόσμια

 

Ως αναρχικοί, αντιλαμβανόμαστε τον διεθνιστικό χαρακτήρα και την παγκόσμια φύση του επαναστατικού μας προτάγματος και αγώνα. Όντας πεπεισμένοι πως τα εθνικά σύνορα που χωρίζουν τους ανθρώπους βάσει φυλής, χρώματος και γλώσσας, αναπαράγουν τον κρατισμό, τις ιεραρχικές δομές και τις επιβεβλημένες κοινωνικές σχέσεις και αποτελούν μια συνθήκη που πρέπει στο σήμερα να αμφισβητηθεί και στο αύριο να καταργηθεί, κινούμαστε βάσει αρχών στην ανάπτυξη σχέσεων με πολιτικά και ταξικά σχήματα σε όλον τον πλανήτη. Αναγνωρίζοντας την ύπαρξη αυτής της παγκόσμιας κοινότητας καταπιεσμένων κι εκμεταλλευόμενων, θεωρούμε αναγκαία την ανάπτυξη σχέσεων και τη συνεργασία με αναρχικά εγχειρήματα παγκόσμια, όχι αποκλειστικά στη βάση της κοινής οργανωτικής μορφής, αλλά κυρίως με βάση τα κοινά περιεχόμενα, θέσεις, στοχεύσεις και τα επίδικα του αγώνα.

Οι στόχοι της διασύνδεσης είναι: η ενδυνάμωση των δεσμών αλληλεγγύης, ο συντονισμός, η σύμπραξη, η ανταλλαγή εμπειριών/απόψεων/πληροφοριών, ο εμπλουτισμός της θεώρησης μας, η παροχή υλικής βοήθειας εκατέρωθεν, η σταθερή συνεργασία πέρα από εθνικά σύνορα, εθνικούς και φυλετικούς διαχωρισμούς, οι παγκόσμιες δράσεις, μεταφράσεις, συμμετοχές σε συνέδρια και οι διεθνείς δράσεις αλληλεγγύης. Αυτή η οικοδόμηση πολιτικών δεσμών θα μπορούσε ακόμη να εκβάλει στη δημιουργία δομών διεθνούς υποστήριξης και αλληλεγγύης, στα πλαίσια μιας συγκροτημένης προσπάθειας οικοδόμησης μιας πολιτικής και οργανωτικής κοινότητας ανάμεσα στις αναρχικές δυνάμεις παγκόσμια.

10. Δημιουργία αναρχικού επαναστατικού προγράμματος

 

Θεωρούμε σημαντική τη δημιουργία ενός αναρχικού επαναστατικού προγράμματος ως απαραίτητο εργαλείο για τις ανάγκες του αγώνα.

Το πρόγραμμα αυτό θα συμπυκνώνει τις βασικές αρχές, τις θέσεις και τη στόχευση της Aναρχικής Oμοσπονδίας. Μια απόπειρα σκιαγράφησης μιας κοινωνίας χωρίς κράτος και καπιταλισμό, χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, καθώς και μιας ολοκληρωμένης και ρεαλιστικής πρότασης για το πώς μπορούμε να φτάσουμε στην κοινωνία αυτή.

Η εκπόνησή του καλύπτει το κενό ανάμεσα στο οραματικό/ προταγματικό στοιχείο της θεωρίας, που κοιτά στο μέλλον, και τον κοινωνικό/ταξικό/πολιτικό αγώνα των αναρχικών στο εδώ και το τώρα. Εξειδικεύει τις απόψεις και τις προτάσεις μας για μια σειρά από επιμέρους κοινωνικά ζητήματα.

Το πρόγραμμα αυτό θα κατατεθεί γραπτά και δημόσια, διαμορφωμένο με τρόπο που λαμβάνει υπόψη πως η πρακτική του εφαρμογή δεν περιορίζεται αποκλειστικά σε οργανωμένα κομμάτια της αναρχίας, αλλά αφορά αντιθεσμίσεις, κοινότητες αγώνα και αυτοοργανωμένες δομές που γεννιούνται εντός μιας σύνθετης και πολύπλοκης κοινωνικής πραγματικότητας.

Στόχος του προγράμματος είναι να βάζει με σαφήνεια το ζήτημα της κοινωνικής επανάστασης ως μόνης διεξόδου από το καθεστώς της εκμετάλλευσης και της υποταγής που συντηρούν το κράτος και τα αφεντικά.

Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του: σαφήνεια, λειτουργικότητα, ρεαλιστικότητα, συνεχής και δυναμική τροφοδότηση και ανατροφοδότηση με τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Πρέπει δηλαδή να πατάει σε μια ρεαλιστική αντίληψη της σημερινής πραγματικότητας. Να είναι πειστικό και να εμπνέει. Να μας εμπλέκει άμεσα και δεσμευτικά στην ταξική πάλη.

Στην ουσία, μιλώντας σήμερα για αναρχικό επαναστατικό πρόγραμμα, μιλάμε στην πραγματικότητα για μια ολοκληρωμένη πρόταση ζωής και δημιουργίας αύριο, σε μια κοινωνία χωρίς κράτος και καπιταλισμό, χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση. Μια πρόταση που απευθύνεται ανοιχτά και ειλικρινά στην κοινωνία και της απλώνει το χέρι για συμπόρευση στον αγώνα για την ανατροπή του κράτους και του κεφαλαίου, για μια επαναστατική διέξοδο και για να μοιραστούμε στο παρόν ένα κοινό όραμα για τη μελλοντική κοινωνία.

Β. ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

 

1.  Δημιουργία ελευθεριακού, επαναστατικού, ταξικού κινήματος

 Δίχως την οργάνωση ενός μαζικού ελευθεριακού, επαναστατικού, ταξικού κινήματος οι καταπιεσμένοι δεν μπορούν να αντιπαρατεθούν με όρους ισχύος και προοπτική νίκης απέναντι στους καταπιεστές τους. Το ταξικό κοινωνικό κίνημα είναι το συλλογικό υποκείμενο αντιστροφής του πολέμου των αφεντικών ενάντια στην κυριαρχία τους και ταυτόχρονα φορέας ενός υπαρκτού κόσμου αλληλεγγύης και ισότητας.

Προϋπόθεση για την κοινωνική επανάσταση είναι η δημιουργία ενός πλατιού, μαχητικού και αυτοοργανωμένου κοινωνικού και ταξικού κινήματος, οργανικό μέρος του οποίου επιδιώκει να αποτελεί η ομοσπονδία. Ένα τέτοιο κίνημα προετοιμάζει μέσα από τη λειτουργία των δομών και των διαδικασιών τού σήμερα τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της αυριανής κοινωνίας.

2. Κοινωνική επανάσταση

 Η κοινωνική επανάσταση πάντα, αλλά και ειδικότερα στις σημερινές οριακές συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης, αποτελούσε και αποτελεί τη μοναδική δυνατή απάντηση των καταπιεζόμενων απέναντι στη συντριβή τους.

Ως αναρχικοί, δεν δεχόμαστε οποιοδήποτε σχέδιο διαχείρισης ή συνδιαχείρισης του υπάρχοντος πολιτικοοικονομικού συστήματος. Είμαστε αντίθετοι σε κάθε είδους διαχωρισμένη εξουσία, όποια μορφή και να παίρνει (π.χ. το εργατικό κράτος). Η κοινωνική επανάσταση είναι υπόθεση της ίδιας της κοινωνίας και όχι μιας κλειστής ένωσης που θα την πραγματώσει στο όνομά της. Η Aναρχική Oμοσπονδία δεν φιλοδοξεί να ανατρέψει από μόνη της την υπάρχουσα εξουσία, αλλά να απευθυνθεί με τέτοιους όρους στην κοινωνία ώστε η ίδια να κινηθεί προς την κατεύθυνση αυτή.

Ορίζουμε την κοινωνική επανάσταση ως μια πλατιά και διαρκή διαδικασία που καταργεί το κράτος και τον καπιταλισμό και μετασχηματίζει το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και δομών σε ελευθεριακές και εξισωτικές βάσεις. Μέσα στο περιβάλλον που ζούμε, θα πρέπει να δουλεύουμε για την ανάπτυξη των αντιδομών που θα αντικαταστήσουν τον κόσμο της εξουσίας. Δομών οριζόντιων, συλλογικών και αντιιεραρχικών, που θα προωθούν την κοινωνική χειραφέτηση, τις σχέσεις αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, τη συλλογική ζωή και διαρκώς θα δυναμώνουν και θα εξελίσσονται. Και μέσα από αυτές τις δομές, ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο, τα ίδια τα υποκείμενα του αγώνα -πολιτικά, ταξικά, κοινωνικά- θα διαμορφώνουν και τους όρους για τη συνολική ανατροπή, για μια κοινωνία ελευθερίας, ισότητας και αλληλεγγύης, για τον κομμουνισμό και την αναρχία.

ΔΟΜΗ

 

1. Μέλη

 Μέλη της ομοσπονδίας μπορούν να γίνουν αναρχικές πολιτικές συλλογικότητες από όλη την Ελλάδα.

2. Τρόπος λήψης αποφάσεων

 Σε ζητήματα αρχών της ομοσπονδίας, η συμφωνία επιτυγχάνεται ομόφωνα μέσω σύνθεσης, με απόλυτη δέσμευση των συλλογικοτήτων-μελών ως προς αυτή.

Σε ζητήματα στρατηγικής, οι αποφάσεις λαμβάνονται με βάση την ομοφωνία-σύνθεση ή τη συναίνεση με απόλυτη δέσμευση των συλλογικοτήτων-μελών ως προς αυτές. Σε αυτό το πεδίο, στη περίπτωση που μία και μόνο συλλογικότητα επιθυμεί να εξαιρεθεί από την συνθετική πρόταση που προκύπτει, της δίνεται η δυνατότητα μη δέσμευσης, αρκεί να μην αναπτύσσει αντιθετική δράση με τις αποφάσεις της ομοσπονδίας. Η εξαίρεσή της ή μη θα κρίνεται από τις ομάδες της ομοσπονδίας και η έγκριση της εξαίρεσης αποφασίζεται ομόφωνα. Αν μια ομάδα ζητήσει την εξαίρεσή της και της δοθεί αυτή η δυνατότητα, το θέμα για το οποίο ζητήθηκε η εξαίρεση θα παίρνει προτεραιότητα για την επόμενη ολομελειακή διαδικασία.

Σε ζητήματα θέσεων, ο τρόπος λήψης απόφασης είναι ομοφωνία-σύνθεση-συναίνεση με απόλυτη δέσμευση των συλλογικοτήτων-μελών ως προς αυτή. Εξαίρεση ως προς τη δεσμευτικότητα προβλέπεται μόνο σε περίπτωση απουσίας επεξεργασμένης θέσης των συλλογικοτήτων που ζητάνε την εξαίρεση και όχι σε περίπτωση πολιτικών διαφωνιών.

Σε ζητήματα τακτικής, οι αποφάσεις προκύπτουν με βάση τη διαδικασία σύνθεσης ή συναίνεσης, με δεσμευτικό χαρακτήρα ως προς την υλοποίηση της απόφασης. Στο βαθμό που η σύνθεση/συναίνεση δεν είναι δυνατή, οι αποφάσεις λαμβάνονται με αυξημένη πλειοψηφία 3/5, ενώ οι ομάδες-μέλη που διαφοροποιούνται από τις αποφάσεις δεν δεσμεύονται να τις υλοποιήσουν.

Θεωρούμε πως η δέσμευση για τη διαχείριση δομικών εργαλείων της ομοσπονδίας πρέπει να είναι δεδομένη και διαχωρίζεται από την πολιτική διαφωνία της συλλογικότητας.

Δεν δίνεται η δυνατότητα στις συλλογικότητες να μπλοκάρουν με οποιοδήποτε τρόπο εκ των προτέρων την διαδικασία σύνθεσης. Η άρνηση σύνθεσης πριν επιτευχθεί η παραγωγή μιας ελάχιστης πολιτική θέσης, στα ζητήματα θέσεων και στρατηγικής θεωρείται παρακώλυση της διαδικασίας σύνθεσης. Η ομάδα που δεν συναινεί στην ελάχιστη πολιτική πρόταση αναλαμβάνει την ευθύνη της μη απόφασης και η διαδικασία καταγράφεται εσωτερικά. Τα ζητήματα στα οποία δεν κατέστη δυνατό να υπάρξει ελάχιστη πρόταση (είτε πρόκειται για παρακώλυση σε ζητήματα θέσεων και στρατηγικής είτε για διαφωνία σε ζητήματα αρχών), μετατίθενται σε επόμενη ολομελειακή διαδικασία και εξετάζονται κατά προτεραιότητα.

3. Όργανα

 

α. Συνέδριο

i)Το συνέδριο είναι το πρωταρχικό όργανο λήψης αποφάσεων σε σχέση με τις αρχές, τις θέσεις, τους στόχους, τη στρατηγική και την οργανωτική δομή (όργανα και διαδικασίες). Το συνέδριο έχει την αρμοδιότητα να ορίζει όργανα για την υλοποίηση των αποφάσεων και των στόχων του. Τα κύτταρα για τη λήψη αποφάσεων στο πλαίσιο του συνεδρίου είναι οι συλλογικότητες, που συμμετέχουν σε αυτό ως αυτόνομες οντότητες.

ii)Ο τόπος διεξαγωγής των συνεδρίων θα επιλέγεται κατά περίπτωση με βάση τις πολιτικές ανάγκες και τις υλικές συνθήκες.

iii)Το συνέδριο είναι το μοναδικό όργανο που έχει την αρμοδιότητα και τη δυνατότητα για αλλαγή/αναθεώρηση του καταστατικού (αρχές, θέσεις, στόχοι, δομή-λειτουργία).

iv)Το κάθε συνέδριο, συνδιάσκεψη και Γενικό Συμβούλιο είναι αρμόδια να καθορίσουν το επόμενο Συνέδριο με ανώτερο όριο τα 2 χρόνια.

v)Στο συνέδριο γίνεται γενικός απολογισμός και ανάλυση συγκυρίας για τα ζητήματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές του.

vi)Αποφασίζονται οι γενικές κατευθύνσεις και οι βασικοί στόχοι της ομοσπονδίας, τα εργαλεία και τα όργανα για την υλοποίηση των αποφάσεων.

β. Συνδιάσκεψη

 i)Δεύτερο όργανο, το οποίο δε μπορεί να αναιρεί αρχές, στόχους, δομή και τρόπο λειτουργίας, είναι η συνδιάσκεψη, η οποία επανεκτιμά τις τακτικές, ασχολείται με τα τρέχοντα λειτουργικά ζητήματα, κάνει τον ενδιάμεσο απολογισμό δράσεων και σχεδιάζει νέες. Η συνδιάσκεψη πριν το συνέδριο μπορεί και πρέπει να προετοιμάζει το επόμενο συνέδριο.

ii)Σύγκλιση έκτακτης συνδιάσκεψης μπορεί να προταθεί από μία ομάδα και, για να πραγματοποιηθεί, πρέπει να εγκριθεί από τα 2/3 των ομάδων-μελών της Ομοσπονδίας ή από το Γενικό Συμβούλιο.

iii)Η συνδιάσκεψη μπορεί να επανακαθορίσει τις θέσεις και τις τακτικές της Ομοσπονδίας.

iv)Η έκτακτη συνδιάσκεψη έχει αρμοδιότητα διαγραφής ομάδων.

γ. Γενικό Συμβούλιο

 i)Το Γενικό Συμβούλιο είναι ολομελειακό όργανο της Oμοσπονδίας, αποτελούμενο από εκπροσώπους των συλλογικοτήτων-μελών της και έχει αποφασιστικό κι εκτελεστικό χαρακτήρα μεταξύ των συνεδρίων και των συνδιασκέψεων. Οι εκπρόσωποι των συλλογικοτήτων στο Γενικό Συμβούλιο πρέπει να έχουν εξουσιοδότηση λήψης απόφασης.

ii)Το Γενικό Συμβούλιο συνεδριάζει τακτικά δια ζώσης κάθε δυο μήνες ή μέσω τηλεδιάσκεψης όποτε κριθεί απαραίτητο. Για να συνεδριάσει πρέπει να υπάρχει απαρτία 4/5 των ομάδων. Κάθε συλλογικότητα έχει το δικαίωμα να αιτηθεί έκτακτη σύγκλιση του Γενικού Συμβουλίου, κοινοποιώντας τον λόγο για τον οποίο το κάνει στις υπόλοιπες ομάδες. Για να συγκληθεί εκτάκτως δια ζώσης πρέπει να συμφωνήσουν τα 3/5 των ομάδων.

iii)Το Γενικό Συμβούλιο παράγει λόγο εξ ονόματος της Oμοσπονδίας και επικαιροποιεί το πολιτικό πλαίσιο της κίνησης που ορίζεται από το συνέδριο και τις συνδιασκέψεις. Επιπλέον συντονίζει τα επιμέρους όργανα (τομείς, θεματικές ομάδες, περιφέρειες).

δ. Περιφέρειες

 

i)Οι περιφέρειες συγκροτούνται στη βάση γεωγραφικής εγγύτητας. Οι συλλογικότητες ορίζουν ποιες περιφέρειες σχηματίζονται και με ποια γεωγραφική αναφορά. Όρος για τον σχηματισμό περιφέρειας είναι η ύπαρξη 2 τουλάχιστον ομάδων.

ii)Το βασικό καθήκον των περιφερειών είναι η υλοποίηση των αποφάσεων της Oμοσπονδίας. Έχουν κάθε δυνατότητα να αναλάβουν δράσεις και πρωτοβουλίες σε τοπικό επίπεδο και σε ζητήματα τοπικότητας έχουν σχετική αυτονομία πάντα μέσα στο πλαίσιο αρχών, θέσεων και στόχων της Oμοσπονδίας. Μπορούν επίσης ελεύθερα να συμμετέχουν ως τέτοιες σε ευρύτερα καλέσματα του κινήματος στις περιοχές τους ή να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες να τα καλέσουν. Μπορούν επίσης να οργανώνουν συμπληρωματικές ή μη με την Oμοσπονδία δράσεις για κάθε ζήτημα που το Γενικό Συμβούλιο έχει βγάλει κατευθυντήριες απόψεις. Μπορούν να εκφράσουν δικό τους λόγο και δεν ζητούν έγκριση των κειμένων τους από το κεντρικό όργανο. Υπάρχει όμως η δυνατότητα έστω και μία συλλογικότητα να εγκαλέσει μια περιφέρεια αν θεωρήσει ότι υπερέβη τις καταστατικές συμφωνίες της Oμοσπονδίας. Το θέμα θα συζητηθεί στην αμέσως επόμενη τακτική συνάντηση και η ομοσπονδία έχει το δικαίωμα να διαφοροποιηθεί δημόσια από επιλογή της περιφέρειας. Σε μια τέτοια περίπτωση, η περιφέρεια είναι υποχρεωμένη να σταματήσει τη σχετική πρωτοβουλία αλλιώς οι ομάδες που θα επιμείνουν διαγράφονται αυτόματα.

iii)Στα καθήκοντα των περιφερειών είναι και η ενσωμάτωση των προς ένταξη ομάδων κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής τους περιόδου. Η συμμετοχή ομάδας σε περιφέρεια δεν είναι υποχρεωτική, παρά μόνο για το σκέλος της υλοποίησης των αποφάσεων της Oμοσπονδίας. Για τα υπόλοιπα η ομάδα μπορεί να απέχει, χωρίς να συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων. Η περιφέρεια, σε έκτακτα ζητήματα μπορεί να πάρει πρωτοβουλίες για θέματα που δεν τέθηκαν στο κεντρικό συμβούλιο. Σε κάθε όμως περίπτωση οι περιφέρειες δεν μπορούν να δράσουν για ζητήματα που τέθηκαν στο όργανο αλλά δεν έγινε εφικτό να παρθεί απόφαση. Μόνο το συνέδριο έχει τη δυνατότητα να παραχωρήσει επιπλέον αρμοδιότητες ή καθήκοντα στις περιφέρειες.

iv)Η Περιφέρεια Αθήνας έχει τη δυνατότητα αν το επιτρέψουν οι συνθήκες να σπάσει σε περισσότερες των 2 περιφερειών ακολουθώντας την προαστιακή δομή.

v)Όλες οι συλλογικότητες της ομοσπονδίας έχουν πρόσβαση στις αποφάσεις των περιφερειών μέσω του φόρουμ. Οποιαδήποτε συλλογικότητα έχει δικαίωμα να εκφράσει τη διαφωνία της και να ζητήσει τη σύγκληση Γενικού Συμβουλίου για να συζητηθεί.

4. Τομείς

 

α. Συντονιστική Γραμματεία.

Η Συντονιστική Γραμματεία αποτελείται από 1 μέλος από κάθε συλλογικότητα, με επιλογή προσώπων κοινής εμπιστοσύνης από το Συνέδριο. Κάθε μέλος της είναι άμεσα ανακλητό με τη σύμφωνη γνώμη των 3/5 του Γενικού Συμβουλίου και άμεσα αντικαταστάσιμο από άλλο μέλος της συλλογικότητας που συμμετέχει.

Καθήκοντα της γραμματείας:

▶ Να κρατάει το ταμείο.

▶ Να συντονίζει και να κρατάει τα πρακτικά στα συνέδρια και τις συναντήσεις του γενικού συμβουλίου.

▶ Να εξασφαλίζει την τήρηση και την ολοκλήρωση της ατζέντας σε κάθε διαδικασία.

▶ Να διαχειρίζεται το φόρουμ ως εργαλείο για τη λήψη αποφάσεων.

▶ Να έχει την εποπτεία των διαδικασιών και των χρονοδιαγραμμάτων και να εξασφαλίζει την έγκαιρη ανταπόκριση των συλλογικοτήτων στα καθήκοντά που έχουν αναλάβει.

▶ Έχει θεσμοθετημένο ρόλο διαμεσολάβησης σε συγκρούσεις ανάμεσα σε ομάδες. Οι ομάδες είναι υποχρεωμένες να δεχτούν την προσπάθεια διαμεσολάβησης. Η Συντονιστική Γραμματεία μπορεί, αν δεν κατορθώσει να επιλύσει το πρόβλημα να εισηγηθεί την άποψή της στο συμβούλιο.

▶ Αναλαμβάνει κάθε διαδικαστική και λειτουργική ανάγκη που προκύπτει και είτε δεν έχει προβλεφθεί μέχρι τώρα είτε προκύπτει έκτακτα.

Η Συντονιστική Γραμματεία αποτελείται από άτομα με τους εξής όρους:

▶ Μια ομάδα δεν μπορεί να έχει πάνω από 1 μέλος στη γραμματεία.

▶ Μέλη της γραμματείας δεν μπορούν να διαμεσολαβήσουν ανάμεσα σε συγκρούσεις ομάδων αν συμμετέχουν οι ίδιοι σε κάποια από τις συγκρουόμενες ομάδες.

▶ Η γραμματεία αυτή δεν παράγει κανένα πρωτογενές υλικό και δεν λειτουργεί ως πολιτικός σχηματισμός. Μοιράζει ελεύθερα τα καθήκοντα στο εσωτερικό της και αν της έχει ανατεθεί να συνθέσει ένα κείμενο θέτει τα πάντα προς έγκριση στις κεντρικές συναντήσεις ή στο φόρουμ.

▶ Η γραμματεία δεν εμπλέκεται με τη λειτουργία και τις λειτουργικές ανάγκες των περιφερειών.

▶ Η Συντονιστική Γραμματεία λογίζεται γενικά ως ομάδα εργασίας για την εποπτεία των διαδικασιών και για την άμεση επιδιόρθωση σφαλμάτων που δεν είχαν προβλεφθεί.

β. Τομέας τύπου

 Ο τομέας τύπου διαρθρώνεται πάνω σε τρεις επιμέρους θεματικούς τομείς: το γραφείο τύπου, τα τακτικά έντυπα και τις εκδόσεις. Πέρα από τα μέλη τα οποία επιβαρύνονται με τον συντονισμό και τη λειτουργία των επιμέρους τομέων, ο τομέας τύπου περιλαμβάνει εξειδικευμένη ομάδα που αναλαμβάνει την τεχνική υποστήριξη των επιμέρους τομέων.

  1. Γραφείο τύπου

Η συγγραφική παραγωγή του γραφείου τύπου αφορά κατά κύριο λόγο το site και το επίσημο όργανο της ομοσπονδίας (έντυπο) καθώς επίσης επιλεγμένα Μ.Μ.Ε., mailing lists ή social media.

Χωρίζουμε τα κείμενα του γραφείου τύπου σε τρεις κατηγορίες:

▷   Ενημερώσεις:

Πρόκειται για πολύ συνοπτικά κείμενα λίγων γραμμών, που παρουσιάζουν σχετικά άμεσα γεγονότα και αφορούν αποκλειστικά τα διαδικτυακά όργανα της Ομοσπονδίας. Ενημερώσεις ειδησεογραφικού τύπου μπορούν να βγαίνουν ακόμα και σε ζητήματα για τα οποία η Ομοσπονδία δεν έχει πάρει θέση.

▷   Ανακοινώσεις:

Ανακοινώσεις βγαίνουν μόνο για ζητήματα για τα οποία η Ομοσπονδία έχει θέση. Αποτελούν ολοκληρωμένα κείμενα που περιέχουν τον λόγο της Ομοσπονδίας και εκφράζουν ακροθιγώς τη θέση της πάνω στο εκάστοτε ζήτημα, καθώς και πιθανές δράσεις/καλέσματα γι’ αυτό. Οι ανακοινώσεις φέρουν την υπογραφή της Ομοσπονδίας συνολικά.

▷   Αναλύσεις:

Οι αναλύσεις αποτελούν κείμενα που παράγουν θέσεις και κατ’ επέκταση δημοσιεύονται μόνο έπειτα από έγκριση του Γενικού Συμβουλίου. Οι αναλύσεις, όπως και οι ανακοινώσεις, φέρουν αποκλειστικά την υπογραφή της Ομοσπονδίας. Για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του γραφείου τύπου προτείνονται στοιχειωδώς, συγκεκριμένα θεματικά πεδία στα οποία θα εμπίπτουν οι ενημερώσεις και οι ανακοινώσεις.

Τα πεδία αυτά είναι:

▶ Κεντρική πολιτική σκηνή/πολιτικές εξελίξεις

▶ Εργατικά

▶ Κοινωνικοί αγώνες/κοινωνικά κινήματα

▶ Καταστολή

▶ Αντιφασισμός

▶ Φυλακές/πολιτικοί κρατούμενοι

Το γραφείο τύπου συντονίζει κλειστή ομάδα που αποτελείται από 1 μέλος από κάθε συλλογικότητα της Ομοσπονδίας. Για τη συμμετοχή κάθε μέλους υπάρχει προαιρετική κυκλικότητα. Η κυκλικότητα των μελών της κάθε συλλογικότητας για τον ρόλο του μέλους του γραφείου τύπου επαφίεται στη συλλογικότητα. Τα άτομα που αποτελούν το γραφείο τύπου συντονίζονται μέσω ειδικής στήλης/πεδίου διαλόγου στο φόρουμ της Ομοσπονδίας. Οι ενημερώσεις συντάσσονται από συγκεκριμένα μέλη τα οποία επιφορτίζονται με τον ρόλο συγγραφής τους. Τα άτομα αυτά υποδεικνύονται από τα μέλη του γραφείου τύπου αφού δηλώσουν τα ίδια τη πρόθεσή τους και παραμένουν στη θέση τους για διάστημα (π.χ.) ενός 6μήνου. Οι ενημερώσεις ανεβαίνουν χωρίς προέγκριση από τα υπόλοιπα μέλη του γραφείου τύπου. Κάθε μέλος μπορεί και οφείλει να ενημερώσει για κάποιο γεγονός τα μέλη που έχουν επιφορτιστεί με τη συγγραφή των ενημερώσεων.

Οι ανακοινώσεις συντάσσονται από συγκεκριμένα μέλη (που υποδεικνύονται με τον ίδιο τρόπο και για την ίδια χρονική διάρκεια) αλλά συνοδεύονται από διαδικασία προέγκρισης. Συγκεκριμένα, το άτομο που συντάσσει την ανακοίνωση ανεβάζει στο φόρουμ το κείμενο το οποίο πρέπει να επικυρωθεί από τα μέλη του γραφείου τύπου (με τυχόν παρατηρήσεις) μέσα σε 24 ώρες από την εμφάνισή του. Η διαδικασία επικύρωσης ακολουθεί τη διαδικασία των 2/3. Το προτεινόμενο κείμενο της ανακοίνωσης ανεβαίνει στο site μετά το πέρας των 24 ωρών, ανεξάρτητα από τον αριθμό των μελών που το έχουν επικυρώσει. Είναι δηλαδή υποχρέωση των μελών του γραφείου τύπου να μπαίνουν στο φόρουμ και να εκφράζουν την άποψή τους μέσα στα εν λόγω χρονικά περιθώρια. Δεδομένης της διαδικασίας προέγκρισης και στα πλαίσια της δυνατότητας των περιφερειακών οργάνων να αναλαμβάνουν σχετικές πρωτοβουλίες και να εκφέρουν τον λόγο της Ομοσπονδίας, οι ανακοινώσεις αφορούν αποκλειστικά κείμενα τα οποία υπογράφονται από την Ομοσπονδία και όχι από κάποιο περιφερειακό της όργανο.

Οι αναλύσεις συντάσσονται και πάλι από συγκεκριμένα μέλη του γραφείου τύπου, αφού πρώτα εγκριθούν από το Γενικό Συμβούλιο της Ομοσπονδίας. Οι αναλύσεις φέρουν όπως και οι ανακοινώσεις την υπογραφή της Ομοσπονδίας συνολικά.

  1. Τακτικά έντυπα

Τα έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα της Ομοσπονδίας διευθύνονται από συντακτική ομάδα που αναλαμβάνει τη συλλογή των κειμένων, τη διανομή τους καθώς και την οικονομική τους διαχείριση. Το editorial κάθε εντύπου διαμορφώνεται από το Γενικό Συμβούλιο της Ομοσπονδίας.

  • Εκδόσεις

Ο εν λόγω τομέας αφορά στοχευμένες εκδόσεις της ομοσπον- δίας όπως βιβλία, μπροσούρες κ.λπ.

  1. Ομάδα τεχνικής υποστήριξης

Αποτελείται από άτομα με εξειδίκευση στα πεδία της γραφιστικής και της πληροφορικής, που αναλαμβάνουν την τεχνική υποστήριξη κάθε επιμέρους τομέα. Τυπικές τους αρμοδιότητες αποτελούν η διαχείριση του επίσημου site της Ομοσπονδίας το στήσιμο των εντύπων-οργάνων της και οι αφίσες.

γ. Τομέας διεθνών σχέσεων και μεταφράσεων

Ο εν λόγω τομέας αποτελείται από άτομα με γνώση ξένων γλωσσών που αναλαμβάνουν τη συνεχή επαφή και επικοινωνία της Ομοσπονδίας με συγγενικές οργανώσεις και ομάδες του εξωτερικού, καθώς και τη μετάφραση επιλεγμένων κειμένων.

5. Ένταξη νέων συλλογικοτήτων

 Η ένταξη νέων συλλογικοτήτων στην Ομοσπονδία αποφασίζεται ομόφωνα. Προϋπόθεση για την ένταξη αποτελεί η αποδοχή των αρχών, θέσεων και στοχοθεσίας της Ομοσπονδίας. Μια συλλογικότητα προς ένταξη προτείνεται από τουλάχιστον μια συλλογικότητα-μέλος της κι έπειτα από συναίνεση μπαίνει σε δοκιμαστική περίοδο. Η περίοδος αυτή διαρκεί μίνιμουμ έξι μήνες. Τυχόν διαφωνία σε σχέση με την ένταξη οφείλει να συνοδεύεται από κατάθεση σκεπτικού. Κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, η προς ένταξη συλλογικότητα συμμετέχει στα ολομελειακά όργανα και τις περιφέρειες χωρίς δικαίωμα ψήφου. Η οριστική απόφαση ένταξης λαμβάνεται στο συνέδριο, τις συνδιασκέψεις ή το Γενικό Συμβούλιο.

6. Αποπομπή – αποχώρηση συλλογικοτήτων

Λόγοι αποπομπής μιας συλλογικότητας είναι:
i) η καταστρατήγηση του καταστατικού και του κειμένου αρχών και θέσεων της Ομοσπονδίας
ii) η απουσία συμμετοχής και τήρησης συλλογικών αποφάσεων που έχουν παρθεί με ομοφωνία, σύνθεση ή συναίνεση
iii) η συνεχιζόμενη αδικαιολόγητη απουσία από τις πανελλαδικές διαδικασίες της Ομοσπονδίας.
Αίτημα αποπομπής μιας συλλογικότητας μπορεί να καταθέσει έστω και μία συλλογικότητα σε εύλογο χρονικό διάστημα πριν τη διεξαγωγή πανελλαδικής διαδικασίας (Γενικό Συμβούλιο, Συνδιάσκεψη, Συνέδριο). Ο βασικός στόχος της Ομοσπονδίας οφείλει να είναι η επαναφορά της συλλογικότητας στην κοινότητά της. Σε περίπτωση που αυτό δεν καταστεί εφικτό ο τρόπος λήψης απόφασης για την αποπομπή είναι η ομοφωνία από την οποία εξαιρείται η συλλογικότητα προς αποπομπή.

Οι ομάδες έχουν την δυνατότητα αποχώρησης όποτε επιθυμούν παραδίδοντας αν κατέχουν, κοινόχρηστους πόρους σε αυτήν (π.χ. ταμείο, υλικά αγαθά, πρόσβαση σε υποδομές κτλ.). Μετά την αποχώρηση κάποιας ομάδας από την Ομοσπονδία, η ομάδα δεν έχει δικαίωμα χρήσης υλικών υποδομών και πόρων της Ομοσπονδίας χωρίς την έγκριση της και δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής στα όργανα της. Η ομάδα οφείλει να δίνει ένα πολιτικό κείμενο αποχώρησης, όπως και να γνωστοποιεί άμεσα το γεγονός της αποχώρησης της σε όλες τις ομάδες με όποιο μέσο επικοινωνίας έχει επιλεχθεί από την Ομοσπονδία.

7.  Αυτονομία συλλογικοτήτων

 Τα κύτταρα της οργάνωσης είναι οι συλλογικότητες οι όποιες καθορίζουν τις κατευθύνσεις της. Ζητούμενο είναι η συλλογικοποίησή σε μια ανώτερη βαθμίδα και όχι η ισοπέδωση τους στον όνομα μιας κεντρικής διαδικασίας. Κάθε ομάδα έχει πλήρη αυτονομία ως προς τον λόγο και τη δράση της εφόσον δεν αντιβαίνει στις αρχές και τη λειτουργία της οργάνωσης.

8.  Συμπράξεις

 Η Ομοσπονδία δεν συνυπογράφει με θεσμικά, καθεστωτικά σχήματα ή σχήματα με εξουσιαστικές πολιτικές αντιλήψεις και κόμματα.

Οι αναρχικές ομάδες που συναποτελούν την Ομοσπονδία δεν συνυπογράφουν με καθεστωτικά ή θεσμικά σχήματα και κόμματα.

9. Εσωτερική κριτική

Για ζητήματα συνεργασιών ή αυτόνομων δράσεων των ομάδων η κριτική από συλλογικότητες της ομοσπονδίας μπορεί να ασκηθεί δημόσια με τους εξής όρους:

α.Η δημόσια κριτική δημοσιεύεται αποκλειστικά και μόνο από τα όργανα επικοινωνίας και προπαγάνδας της Ομοσπονδίας.

β. Θα υπάρχει χρόνος προδημοσίευσης ώστε οι συλλογικότητες να μπορούν να τοποθετηθούν και να ζητήσουν διευκρινήσεις/αλλαγές πριν τη δημοσίευση της κριτικής.

γ. Κάθε δημόσια διαφωνία ή διάλογος ανάμεσα σε ομάδες της Ομοσπονδίας έρχεται κατόπιν προς συζήτηση στα όργανά της για διερεύνηση ενδεχόμενου πεδίου συμφωνίας.

10. Παρατηρήτριες ομάδες

Μία συλλογικότητα μπορεί, αν το επιλέξει για δικούς της εσωτερικούς ή άλλους λόγους να παραιτηθεί, προσωρινά, από το ρόλο της ως πλήρες μέλος της ομοσπονδίας και να ενταχθεί στο καθεστώς της παρατηρήτριας συλλογικότητας, με τους εξής όρους:
• Μία συλλογικότητα δεν μπορεί να παραμείνει παρατηρήτρια για διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών. Η συλλογικότητα μπορεί να επιστρέψει ως πλήρες μέλος οποιαδήποτε στιγμή εντός του εξαμήνου. Μετά το πέρας αυτού πρέπει να επιλέξει αν θα επιστρέψει ως πλήρες μέλος ή να αποχωρήσει.
• Η παρατηρήτρια συλλογικότητα μπορεί αλλά δεν υποχρεούται να συμμετέχει στα όργανα.
• Η παρατηρήτρια συλλογικότητα μπορεί να επιλέξει συγκεκριμένα δράσεις/ καμπάνιες/ ζητήματα στα οποία θα συμμετέχει από κοινού με την ομοσπονδία, βάσει των δυνατοτήτων και των ενδιαφερόντων της.
• Η παρατηρήτρια συλλογικότητα έχει, στα όργανα που συμμετέχει, συμβουλευτικό ρόλο, μπορεί να συμμετέχει συνεπώς στις αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει σύνθεσης ή συναίνεσης αλλά όχι βάσει ψηφοφορίας.
Σε περίπτωση εσωτερικών προβλημάτων της συλλογικότητας, η συλλογικότητα ενθαρρύνεται να μην μπει σε καθεστώς παρατηρήτριας αλλά, με βάση την αλληλοκατανόηση και συντροφικότητα μεταξύ των συλλογικοτήτων να επιλέξει σε ποια ζητήματα μπορεί να εμπλακεί εντονότερα και σε ποια όχι, μέχρι να λήξει η εσωτερική κρίση.

11. Συμμετοχή ατόμων

1) Η Α.Ο. είναι ομοσπονδία συλλογικοτήτων και ως τέτοια δε μπορεί να εντάξει άτομα ως πλήρη μέλη απευθείας σε αυτή.
2) Μεμονωμένα άτομα μπορούν να εντάσσονται και να συμμετέχουν στις Περιφέρειες της Ομοσπονδίας.

3) Τα άτομα που εντάσσονται στην Περιφέρεια έχουν ευθύνη να παρακολουθούν και να συμμετέχουν σταθερά στη διαδικασία και στις αποφάσεις της.
4) Τα άτομα συμμετέχουν κανονικά στις αποφάσεις της Περιφέρειας κι έχουν δικαίωμα ψήφου με αναλογικό τρόπο ως προς τις συλλογικότητες (ο ακριβής τρόπος θα καθοριστεί από την κάθε περιφέρεια). Κατά τις διαδικασίες δίνεται προτεραιότητα στις συλλογικότητες. Επίσης έχουν δικαίωμα να παρακολουθούν τις πανελλαδικές διαδικασίες.
5) Σε πόλεις ή περιοχές όπου δεν υπάρχουν αναρχικές συλλογικότητες και κάποιο άτομο θέλει να συμμετέχει στην Αναρχική Ομοσπονδία δίνεται η δυνατότητα να συμμετέχει ως συνδεδεμένο μέλος. Κύρια προτεραιότητα είναι η δημιουργία συλλογικότητας και η ΑΟ οφείλει να βοηθήσει το συνδεδεμένο μέλος προς αυτή την κατεύθυνση. Το συνδεδεμένο μέλος έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί τις πανελλαδικές διαδικασίες (χωρίς δικαίωμα ψήφου) και να συμμετέχει στις δομές της ΑΟ.